-
1 ξακουστός
célèbre -
2 ξακουστός
1) sławny przym.2) słynny przym.3) znakomity przym. -
3 ξακουστός
slavný -
4 ξακουστός
1) famous2) renownedΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ξακουστός
-
5 видный
видный (выдающийся) έξοχος, διάσημος' ξακουστός (известный)* * *( выдающийся) έξοχος, διάσημος; ξακουστός ( известный) -
6 знаменитый
-
7 известный
известный 1) γνωστός 2 (знаменитый) ξακουστός, διάσημος, φημισμένος 3) (определённый ) ορισμένος* * *1) γνωστός2) ( знаменитый) ξακουστός, διάσημος, φημισμένος3) ( определённый) ορισμένος -
8 крупный
крупный 1) (большой) μεγάλος, χοντρός· \крупный виноград το χοντρό σταφύλι 2) (видный) διακεκριμένος, ξακουστός* σημαντικός (значительный)9 \крупный учёный о διακεκριμένος επιστήμονας* * *1) ( большой) μεγάλος, χοντρόςкру́пный виногра́д — το χοντρό σταφύλι
2) ( видный) διακεκριμένος, ξακουστός; σημαντικός ( значительный)кру́пный учёный — ο διακεκριμένος επιστήμονας
-
9 славный
славный 1) (прославленный) ένδοξος, φημισμένος, ξακουστός 2) (хороший) καλός* * *1) ( прославленный) ένδοξος, φημισμένος, ξακουστός2) ( хороший) καλός -
10 ведомый
ведомый 1επ., βρ: -дом, -а, -о1. παλ. γνωστός, ξακουστός, περιβόητος•ведомый обманщик ξακουστός απατεώνας.
2. ως ουσ. с -а чьего εν γνώσει του•без -а εν αγνοία.
ведомый 21. παθ. μτχ. ενστ. του ρ. вести.2. επ. κ. ουσ. οδηγούμενος.3. (τεχ.) κινούμενος από άλλον•-ое колесо τροχός κινούμενος από άλλον ή ακόλουθος.
-
11 знаменитый
επ., βρ: -нит, -а, -о.1. διάσημος, ξακουστός, περιφανής• διακεκριμένος•знаменитый учный διακεκριμένος επιστήμονας•
знаменитый оратор ξακουστός ρήτορας.
2. έξοχος, υπέροχος. -
12 рафинированный
επ. από μτχ.1. καθαρισμένος, διυλισμένος, ραφιναρισμένος.2. εκλεπτισμένος, λεπτός στους τρόπους. || διάσημος, ξακουστός•рафинированный негодяй μεγάλο κάθαρμα, ξακουστός παλιάνθρωπος.
-
13 решительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. αποφασιστικός• τολμηρός•решительный человек αποφασιστικός άνθρωπος•
решительный характер αποφασιστικός χαρακτήρας•
прибегать к -ым мерам καταφεύγω σε αποφασιστικά (δραστικά) μέτρα.
2. κρίσιμος•решительный бой αποφασιστική μάχη•
решительный момент настал ήρθε (έφτασε) η αποφασιστική στιγμή•
решительный поворот αποφασιστική καμπή,
3. κατηγορηματικός, ρητός• επιτακτικός•решительный тон επιτακτικός τόνος.
4. αναμφίβολος• γνωστός, ξακουστός•это решительный - негодяй αυτός είναι ξακουστός παλιάνθρωπος.
-
14 громкий
громк||ийприл1. μεγαλόφωνος, δυνατός, ἡχηρός:\громкий смех τό ἡχηρό γέλιο· \громкий голос ἡ δυνατή φωνή· кричать \громкийим голосом φωνάζω δυνατά·2. перен (известный) μεγάλος, φημισμένος, ξακουστός:\громкийое имя τό ξακουστό ὀνομα· \громкийая слава ἡ μεγάλη φήμη· \громкийое дело ἡ παταγώδης ὑπόθεση·3. (напыщенный) στομφώδης, φουσκωμένος:\громкийие фразы τά ιταχειά λόγια, τά μεγάλα λόγια· \громкийие слова τά φουσκωμένα λόγια. -
15 известный
извест||ныйприл1. (знакомый) γνωστός:вам \известныйеи этот человек? σᾶς εἶναι γνωστός αὐτός ὁ ἀνθρωπος;·2. (знаменитый) διάσημος, ὁνομαστός, ἐνδοξος:\известныйный художник ξακουστός καλλιτέχνης· это \известныйный скрипач εἶναι διάσημος βιολιστής·3. (определенный) ὁρισμένος:с \известныйной целью μέ ὁρισμένο σκοπό· в \известныйный час σέ ὁρισμένη ὠρα·4. (некоторый) κάποιος, μερικός:в \известныйных случаях σέ μερικές περιπτώσεις. -
16 ξακουσμένος
η, ο, ξακουστός ή, ό известный, знаменитый, прославленный -
17 renowned
adjective (famous: He is renowned for his paintings; a renowned actress.) φημισμένος, ξακουστός -
18 заведомый
επ.προφανής, καταφανής, ολοφάνερος, πρόδηλος• γνωστός, πασίγνωστος, ονομαστός, ξακουστός•-ая ложь ολοφάνερο ψέμα•
он заведомый лентяй αυτός είναι γνωστός τεμπέλης.
-
19 известный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. γνώριμος, γνωστός•-ое дело γνωστή υπόθεση.
2. διάσημος, ξακουστός, ονομαστός, φημισμένος. || πασίγνωστος διαβόητος•-ая женщина πασίγνωστη γυναίκα•
известный бандит διαβόητος ληστής.
3. ορισμένος, δοσμένος, κάποιος•есть -ая доля свободы υπάρχει κάποια ελευθερία•
в известный момент στη δοσμένη στιγμή.
|| καθορισμένος συνηθισμένος•в известный час открылось окно την καθορισμένη ώρα άνοιξε το παράθυρο•
при -ых условиях κατά τα συνηθισμένα.
4. πληροφορημένος, κατατοπισμένος•я про то извстен стал για κείνο εγώ πληροφορήθηκα.
-
20 именитый
επ.-нит, -а, -о.1. παλ. υψηλά ιστάμενος στην κοινωνία, επιφανής.2. ονομαστός, ξακουστός, φημησμένος, περιώνυμος• ένδοξος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ξακουστός — ή, ό φημισμένος, ξακουσμένος, ονομαστός, περίφημος: Ετούτος είναι ξακουστός κι όλοι τον επαινούσι (Ερωτόκριτος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξακουστός — ή, ό ξακουσμένος, ονομαστός, φημισμένος, περίφημος, διάσημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ ακουστός (< ἐξ ακούω), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (βλ. και λ. ξ[ε] *με επιτ. σημ.)] … Dictionary of Greek
εξακουστός — και ξακουστός, ή, ό (AM ἐξάκουστος, ον, Μ και ἐξακουστός, ἀξακουστός, ξακουστός, ή, όν) [εξακούω] ακουστός σε πολύ κόσμο, φημισμένος αρχ. μσν. (για ήχο) καθαρός, ευκρινής μσν. ωραίος, εξαιρετικός … Dictionary of Greek
ξακουσμένος — η, ο ακουστός σε πολύ κόσμο, ξακουστός, ονομαστός, περίφημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ ακουσμένος (< εξ ακούω), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (πρβλ. ξακουστός)] … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek
Πρίαμος — Μυθικός βασιλιάς της Τροίας, γιος του Λαομέδοντα. Είχε πολλές γυναίκες και ευνοούμενες, μεταξύ των οποίων σημαντικότερη ήταν η Εκάβη. Ήταν πατέρας 50 παιδιών, τα ονόματα των οποίων αναφέρονται σχεδόν όλα από την παράδοση. Νέος ακόμα είδε την… … Dictionary of Greek
Τειρεσίας — Θηβαίος μυθολογικός ήρωας μάντης. Διάφορες εκδοχές αναφέρουν πώς απέκτησε τη μαντική του δύναμη. Η γνωστότερη αφηγείται, ότι στο όρος Κυλλήνη ο Τ. είδε δύο φίδια ζευγαρωμένα· αυτός τα χώρισε (ή σκότωσε το θηλυκό) και για τον λόγο αυτό έγινε… … Dictionary of Greek
έκλαμπρος — η, ο (AM ἔκλαμπρος, ον) 1. ολόλαμπρος, πολύ φωτεινός 2. (υπερθ. ότατος) τιμητική προσηγορία κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων («εκλαμπρότατε άρχοντα») νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο έκλαμπρος ο στιλβαδάμας, το μπριγιάντι μσν. 1. ένδοξος,… … Dictionary of Greek
αγροικητός — και αγροικιστός, ή, ό [αγροικώ] 1. αυτός που εχει γίνει γνωστός από φήμη, ακουστός 2. ξακουστός, διάσημος … Dictionary of Greek
αείφατος — ἀείφατος, ον (Α) αυτός για τον οποίο πάντοτε γίνεται λόγος, που διαρκώς εξυμνείται, ο αιώνια ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + φατός < φημί] … Dictionary of Greek
ακουσμένος — η, ο (παθ. μτχ. τού ακούω) 1. διάσημος, ξακουστός 2. (με μειωτική σημ.) αυτός για τον οποίο έχουν ακουστεί πολλά, που έχει δυσφημιστεί, ο ανυπόληπτος … Dictionary of Greek