-
1 νικητηριος
-
2 νῑκητήριος
νῑκητήριος, den Sieger oder den Sieg betreffend; δόξα, Siegesruhm, Antiphan. bei Stob. Floril. 79, 7; φιλήματα, Kuß zum Lohne des Sieges, Xen. conv, 6, 1; – τὸ νικητήριον, der Siegespreis, Soph. frg. 482; im plur., wie νικητήρια λαβών, Eur. Alc. 1031, vgl. Troad. 963; σὸν τὸ νικητήριον, dein ist der Siegespreis, Ar. Equ. 1250; τὰ νικητήρια φέρειν od. φέρεσϑαι, oft bei Plat., wie Euthyd. 305 d Phaedr. 245 a; κομίζεσϑαι, Rep. X, 612 d; καὶ ἀριστεῖα, Legg. VIII, 829 c; Xen.; Plut. u. a. Sp.; – τὰ νικητήρια, das Siegesfest, ἑστιᾶν, Xen. Cyr. 8, 4, 1, ἑστιᾶσϑαι, das Siegesfest mit einem Schmause feiern, Plut. Phoc. 20.
-
3 νῑκητήριος
νῑκητήριος, den Sieger oder den Sieg betreffend; δόξα, Siegesruhm; φιλήματα, Kuß zum Lohne des Sieges; τὸ νικητήριον, der Siegespreis; σὸν τὸ νικητήριον, dein ist der Siegespreis; τὰ νικητήρια, das Siegesfest; ἑστιᾶσϑαι, das Siegesfest mit einem Schmause feiern -
4 νικητήριος
νῑκητήριος, νικητήριοςbelonging to a conqueror: masc nom sg -
5 νικητήριος
α, ο [ος, ον ] победный;νικητήριοι παιάνες — песни победы
-
6 νικητήριος
[никнтириос] επ. победный, победоносный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νικητήριος
-
7 νικητήριος
[никнтириос] επ победный, победоносный. -
8 νικητήριος
νικ-ητήριος, ον,A belonging to a conqueror or to victory, δόξα ν. the glory of victory, Antiph.263; ν. φίλημα a kiss as the conqueror's reward, X.Smp.6.1;ἆθλα ν. Pl.Lg. 832e
.II as Subst. νικητήριον (sc. ἆθλον), τό, prize of victory,Ζεῦ, σὸν τὸ ν. Ar. Eq. 1253
;τὸν βοῦν ἔλαβε τὸ ν. X.Cyr.8.3.33
, cf. HG6.2.28;ν. ἁμίλλης Inscr.Délos464.10
(ii B.C.): mostly in pl., ;ν. λαβών E.Alc. 1028
; τὰ ν. οἴσεσθαι, φέρεσθαι, κομίζεσθαι, to win the prize, Pl.Euthd. 305d, Phdr. 245b, R. 612d;τὰ ν. τοῦ κιθαρῳδοῦ IG22.1388.37
.2 νικητήρια (sc. ἱερά), τά, festival of victory, ν. ἑστιᾶν to celebrate this festival by a banquet, X.Cyr.8.4.1, Plu.Phoc.20;ποιεῖν D.C.67.9
.3 also in pl., decisive proof, Hp. Septim.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νικητήριος
-
9 νικητήρι'
νῑκητήρια, νικητήριοςbelonging to a conqueror: neut nom /voc /acc plνῑκητήριε, νικητήριοςbelonging to a conqueror: masc voc sgνῑκητήριαι, νικητήριοςbelonging to a conqueror: fem nom /voc pl -
10 νικητηρίων
νῑκητηρίων, νικητήριοςbelonging to a conqueror: fem gen plνῑκητηρίων, νικητήριοςbelonging to a conqueror: masc /neut gen pl -
11 νικητήριον
νῑκητήριον, νικητήριοςbelonging to a conqueror: masc acc sgνῑκητήριον, νικητήριοςbelonging to a conqueror: neut nom /voc /acc sg -
12 победный
побед||ныйприл νικητήριος:\победныйная песнь τά νικητήρια. -
13 νικητηρία
-
14 νικητηρίᾳ
-
15 νικητηρίοις
νῑκητηρίοις, νικητήριοςbelonging to a conqueror: masc /neut dat pl -
16 νικητηρίους
νῑκητηρίους, νικητήριοςbelonging to a conqueror: masc acc pl -
17 νικητήρια
νῑκητήρια, νικητήριοςbelonging to a conqueror: neut nom /voc /acc pl -
18 νικητήριοι
νῑκητήριοι, νικητήριοςbelonging to a conqueror: masc nom /voc pl -
19 победный
победный 1επ.1. νικητήριος• επινίκιος•-марш νικητήριο εμβατήριο• θούριος.
2. νικηφόρος.εκφρ.до -ого конца – ως την τελική νίκη.победный 2επ.δυστυχής, -μένος, όύστυνος, δύσμοιρος, κακόμοιρος, φτωχός, κακότυχος. -
20 τρίς
A thrice, three times, τ. τόσσα thrice as much or many, Il.1.213, cf. 5.136;δὶς καὶ τ. Thgn.633
, S.Aj. 433, etc.; (troch.);τ. τετράκι τε Pi.N.7.104
;ἐς τ.
thrice,Id.
O.2.68, Hdt.1.86, 5.105, GDI iv p.884 (Erythrae, iv B. C.), Theoc. 1.25, 2.43; thrice,Act.Ap.
10.16, 11.10, Dsc.Eup.2.19; freq. used merely to intensify the notion,τ. λελουμένη Eub.102
, etc.; esp. in compds., such as τρισάθλιος, τρίσμακαρ, etc., cf. τρι-, τριάζω, τρικυμία; but such words may sts. be written divisim, τρὶς ἄθλιος, etc.: prov., τ. ἓξ βαλεῖν throw thrice six (the highest throw, there being three dice), A.Ag.33, cf. Pl.Lg. 968e;τρὶς ἓξ νικητήριος βόλος App. Prov.4.99
;ἢ τ. ἓξ ἢ τρεῖς κύβοι Pherecr.124
. [[pron. full] ῐ: in Hes.Op. 173 long by position before ([etym.] ϝ) έτεος.] (I.-E. tris, cf. Skt. tris, Lat. ter.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
νικητήριος — α, ο (ΑΜ νικητήριος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νικητή ή στη νίκη («σάς άρπαξε η τύχη την νικητήριον δάφνην», Κάλβ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το νικητήριο(ν) βραβείο για νίκη, έπαθλο («Ἑλλάνιε Ζεῡ, σὸν τὸ νικητήριον», Αριστοφ.) 3. (το… … Dictionary of Greek
νικητήριος — α, ο 1. αυτός που αναφέρεται στη νίκη: Νικητήριος ύμνος. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., νικητήρια γιορτή για τη νίκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νικητήριος — νῑκητήριος , νικητήριος belonging to a conqueror masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικητήρι' — νῑκητήρια , νικητήριος belonging to a conqueror neut nom/voc/acc pl νῑκητήριε , νικητήριος belonging to a conqueror masc voc sg νῑκητήριαι , νικητήριος belonging to a conqueror fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικητηρίων — νῑκητηρίων , νικητήριος belonging to a conqueror fem gen pl νῑκητηρίων , νικητήριος belonging to a conqueror masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικητήριον — νῑκητήριον , νικητήριος belonging to a conqueror masc acc sg νῑκητήριον , νικητήριος belonging to a conqueror neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… … Dictionary of Greek
ՅԱՂԹԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0316 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 10c ա. νικητής, νικητήριος, ἑπινίκιος ad victoriam pertinens. եւ բայիւ νικάω, ἱσχύω vinco, valeo. Յաղթօղ. զօրագոյն. վերագոյն. յաղթազգեաց. ուստի ՅԱՂԹԱԿԱՆ ԼԻՆԵԼ՝ է… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
επινίκιος — α, ο 1. που γίνεται ή λέγεται για τη νίκη, ο νικητήριος: Επινίκιος ύμνος. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., επινίκια (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νικητηρίοις — νῑκητηρίοις , νικητήριος belonging to a conqueror masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικητηρίους — νῑκητηρίους , νικητήριος belonging to a conqueror masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)