Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

νᾶσον

См. также в других словарях:

  • νᾶσον — νῆσος island fem acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • THERA — vulgo Gozi, teste Nigrô, insula maris Aegaei apud Cretam, quae, ut primum enata est, Calliste appellata fuit, teste Pliniô l. 4. c. 12. iuxta Diam, a qua Therasia postea avulsa est, proxima Anaphe, ab Heracleo oppid. Cretae 85. mill. pass. in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιστείχω — ἐπιστείχω (Α) πλησιάζω («ἐπιστείχειν νᾱσον», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στείχω «πορεύομαι, πλησιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • εύξεινος — ο(ν) (Α εὔξεινος, ον, ιων. τ. τού εὔξενος, ον) φρ. «Εύξεινος Πόντος» ή «Εύξεινος» (κατ ευφ. αντί άξενος) Μαύρη Θάλασσα («ἐξίει πρὸς βορεὴν ἄνεμον ἐς τὸν Εὔξεινον καλεόμενον Πόντον», Ηρόδ.) αρχ. (και με τα ουσ. πέλαγος, οἶδμα) φιλικός προς τους… …   Dictionary of Greek

  • περιπνέω — και ποιητ. τ. περιπνείω Α 1. πνέω, φυσώ γύρω από κάτι, ολόγυρα («Μακάρων νᾱσον αὖραι περιπνέοισι», Πίνδ.) 2. αναδίδω οσμή από όλες τις πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πνέω «φυσώ»] …   Dictionary of Greek

  • πολύξενος — Όνομα ιστορικών και μυθολογικών προσώπων. 1. Ηγεμόνας της Ελευσίνας, ή γιος του Ιάσονα και της Μήδειας. 2. Ένας από τους μνηστήρες της Πηνελόπης. Είχε πάρει μέρος στον Τρωικό πόλεμο ως ένας από τους 4 αρχηγούς των Επειών. 3. Συρακούσιος ηγεμόνας …   Dictionary of Greek

  • τρίπολις — όλεως, ΝΜΑ, και τρίπολη Ν, και ιων. τ. γεν. όλιος Α 1. (στην αρχ. Ελλάδα) ένωση τριών πόλεων 2. ως κύριο όν. Τρίπολη και Τρίπολις ονομασία διαφόρων πόλεων νεοελλ. άλλη ονομασία τού πετρώματος τριπολίτιδα γη αρχ. 1. αυτός που είχε τρεις πόλεις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»