-
1 νόμιμος
[номимос] εκ. законный, легальный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νόμιμος
-
2 правомерный
νόμιμος, έννομος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > правомерный
-
3 законный
-
4 законный
επ., βρ: -конен, -конна, -конно.1. νόμιμος, έννομος•законный наследник νόμιμος κληρονόμος•
-ые формы борьбы νόμιμες μορφές πάλης•
-ые притязания νόμιμες διεκδικήσεις•
на -ом основании σε νόμιμη βάση•
-ым путем με τη νόμιμη οδό•
-ая власть νόμιμη εξουσία.
|| έγκυρος•законный документ έγκυρο έγγραφο.
2. δίκαιος, σωστός, δικαιολογημένος•-ое возмущение δικαιολογημένη αγανάκτηση•
-ая гордость δίκαια περηφάνεια•
-ое недоумение δικαιολογημένη αμηχανία.
εκφρ.законный брак – νόμομος γάμος. -
5 владелец
1. (обладатель) о κάτοχος 2. (собственности, недвижимости) о ιδιοκτήτης- завода - του εργοστασίου, ο εργοστασιάρχηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > владелец
-
6 законный
1. (основанный на законе) νόμιμος, έννομος 2. (справедливый, обоснованный) δίκαιος, δικαιολογημένος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > законный
-
7 зарплата
(заработная плата) о μισθ/ός·выштачивать - у πληρώνω το - о, замораживать - у παγώνω το - о, минимум - ы ελάχιστος -рост - ы άνοδος/αύξηση του - ούподённая - ημερήσιος -, το μεροκάματοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зарплата
-
8 перевозчик
ο μεταφορέας, генеральный - γενικός -официальный - νόμιμος -, επίσημος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перевозчик
-
9 представитель
ο αντιπρόσωπος, ο εκπρόσωποςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > представитель
-
10 дозволенный
дозво́л||енныйприл ἐπιτρεπόμενος / νόμιμος (законный). -
11 законный
зако́нн||ыйприл1. νόμιμος:имеющий \законныйую силу Εγκυρος·2. перен (справедливый, понятный) δίκαιος, δικαιολογημένος, σωστός:\законныйое недоумение ἡ δικαιολογημένη ἀπορία· \законныйое желание ἡ δίκαιη ἐπιθυμ"ία. -
12 легальный
легальныйприл νόμιμος, ἐννομος. -
13 основание
основан||иес1. (действие) ἡ θεμελίωση[-ις]. ἡ ϊδρυση [-ις]:\основание университета ἡ ίδρυση Πανεπιστημίου·2. (фундамент) ἡ βάση, τό θεμέλιο[ν], τό κρηπίδωμα:у \основаниеия памятника στή βάση τοῦ μνημείου· \основание горы οἱ πρόποδες ὀρους, τό ριζοβούνι· разрушать до \основаниеия κατεδαφίζω ἐκ θεμελίων, γκρεμίζω συθέμελα·3. (причина, мотив) ἡ βάση [-ις], ὁ λόγος, ἡ αίτία, ἡ αίτιολογία, ἡ ἀφορμή:законное \основание ἡ νόμιμος αίτια· на каком \основаниеии? μέ ποιά δικαιολογία;· требовать на законном \основаниеии ἀπαιτῶ ἐπί τῆ βάσει τοῦ νόμου· иметь полное \основание предполагать ἔχω κάθε λόγο νά„ύποθέτω· без \основаниеия ^ωρίς αἰτία, ἀδικαιολόγητα, ἀβασίμως· не без \основаниеия ὄχι χωρίς λόγο, δικαιολογημένα [-ως]·4. хим., мат ἡ βάση [-ις], -
14 правомерный
правомерныйприл νόμιμος, ἔννομος, σωστός. -
15 правый
прав||ый Iприл1. δεξιός, δεξίς:\правыйая рука́ τό δεξί χέρι·2. полит δεξιός, τής δεξιάς παράταξης:\правый уклон ἡ δεξιά παρέκκλιση.пра́в||ый IIприл (справедливый) δίκαιος, νόμιμος, σωστός, ὁρθός:наше дело \правыйое ἡ ὑπόθεσή μας εἶναι δίκαια· быть \правыйым ἔχω δίκαιο, ἔχω δίκιο· вы совершенно \правыйы ἔχετε ἀπόλυτο δίκαιο. -
16 легальный
[λιγκάλ'νυϊ] επ. νόμιμος -
17 легальный
[λιγκάλ'νυϊ] επ νόμιμος -
18 брак
брак 1-а α.γάμος• παντριά•церковный θρησκευτικός γάμος•
гражданский брак πολιτικός γάμος•
законный брак νόμιμος γάμος•
брак по расчету συμφεροντολογικός γάμος•
неравный брак ανισογαμία•
фиктивный брак λευκός γάμος•
вступить в брак παντρεύομαι, έρχομαι σε γάμο•
состоять в -е είμαι παντρεμένος (έγγαμος)•
расторгнуть брак διαλύω το γάμο.
брак 2-а α.το σκάρτο, κακοτεχνία (στηνΙ κατασκευή)• παραφασάδα (για ύφασμα). -
19 дозволенный
επ. από μτχ.βρ: -лен, -а, -оεπιτρεπόμενος, νόμιμος•-ые примы επιτρεπόμενες λαβές πάλης.
-
20 законнорожденный
επ.από νόμιμο γάμο•сын νόμιμος γιος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
νόμιμος — conformable to custom masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόμιμος — η, ο, θηλ. και ος (ΑΜ νόμιμος, ίμη, ον, Α θηλ. και ος) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κατά τους νομικούς θεσμούς, έννομος, σύμφωνος με τον νόμο (α. «νόμιμος γάμος» β. «νόμιμοι ἔρωτες», Γοργ.) 2. αυτός που τηρεί τους νόμους («νόμιμος καὶ κόσμιος» … Dictionary of Greek
νόμιμος — η, ο 1. ο σύμφωνος με τους νόμους: Νόμιμος γάμος. – Νόμιμη ενέργεια. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., νόμιμα οι διατάξεις των νόμων: Σύμφωνα με τα διεθνή νόμιμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νομιμώτερον — νόμιμος conformable to custom adverbial comp νόμιμος conformable to custom masc acc comp sg νόμιμος conformable to custom neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομιμώτατα — νόμιμος conformable to custom adverbial superl νόμιμος conformable to custom neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομιμώτατον — νόμιμος conformable to custom masc acc superl sg νόμιμος conformable to custom neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομίμων — νόμιμος conformable to custom fem gen pl νόμιμος conformable to custom masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομίμως — νόμιμος conformable to custom adverbial νόμιμος conformable to custom masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόμιμον — νόμιμος conformable to custom masc acc sg νόμιμος conformable to custom neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομιμωτάτην — νόμιμος conformable to custom fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομιμωτάτης — νόμιμος conformable to custom fem gen superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)