Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

νωτιαία

См. также в других словарях:

  • νωτιαῖα — νωτιαῖος spinal neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωτιαία — νωτιαί̱ᾱ , νωτιαῖος spinal fem nom/voc/acc dual νωτιαί̱ᾱ , νωτιαῖος spinal fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωτιαία αναισθησία — Ένεση ενός παυσίπονου φαρμάκου στην περιοχή γύρω από τον νωτιαίο μυελό, για να μπλοκάρει την αίσθηση του πόνου στη διάρκεια της εγχείρησης …   Dictionary of Greek

  • νωτιαίος — α, ο (ΑΜ νωτιαῑος, αία, ον, Α ποιητ. τ. νωταῑος, αία, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στα νώτα, δηλαδή στη σπονδυλική στήλη ανθρώπων και ζώων («νωτιαίος μυελός» το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος που περιέχεται στον… …   Dictionary of Greek

  • νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που …   Dictionary of Greek

  • έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • ασκίδια — Ομοταξία θαλάσσιων ζώων του φύλου των χορδωτών (υποσυνομοταξία χιτωνοζώων)·το σώμα τους είναι σκεπασμένο με ένα ανθεκτικό και ελαστικό κοκκινωπό περίβλημα που αποτελείται από μια χόνδρινη ουσία, η οποία αποκαλείται τουνικίνη, με χημική σύσταση… …   Dictionary of Greek

  • διάτρημα — το (AM διάτρημα) [διατετραίνω] τρύπα, άνοιγμα που δημιουργείται από διάτρηση νεοελλ. τρύπα σε πέτρωμα όπου τοποθετείται η εκρηκτική ύλη για την ανατίναξη || αρχ. μσν. μονόξυλο κατασκευασμένο από κορμό δέντρου αρχ. τρύπα στα νωτιαία νεύρα …   Dictionary of Greek

  • ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… …   Dictionary of Greek

  • κυκλόστομοι — (cyclostomata). Τάξη άγναθων ψαριών, η οποία περιλαμβάνει 45 είδη. Έχουν κυλινδρικό, επίμηκες σώμα, εφοδιασμένο μόνο με άζυγα πτερύγια· το νωτιαίο πτερύγιο προεκτείνεται σχηματίζοντας το ουραίο και το εδρικό πτερύγιο. Το δέρμα είναι γυμνό, λείο… …   Dictionary of Greek

  • νωτιάδα — και νωτιάς, η (Α νωτιάς, άδος) 1. η νωτιαία 2. φρ. «νωτιάδα φθίση» ή «νωτιάς φθίσις» πάθηση συφιλιδικής αιτιολογίας η οποία χαρακτηρίζεται από εξελικτική αλλοίωση τής ουσίας τού νωτιαίου μυελού και εκδηλώνεται με διαταραχή τής κινητικότητας και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»