Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

νυκταλωπία

См. также в других словарях:

  • νυκταλωπία — η ιατρ. πάθηση τών οφθαλμών η οποία συνίσταται στη μείωση τής οπτικής ικανότητας στο φως τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nyctalopia < λατ. nyctalops < νυκτάλωψ*] …   Dictionary of Greek

  • νυκταλωπία — η (ιατρ.), πάθηση των ματιών που επιτρέπει να βλέπει ο άρρωστος κατά το βράδυ και λιγότερο την ημέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νυκταλωπίαν — νυκταλωπίᾱν , νυκταλωπιάω suffer from night blindness imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) νυκταλωπίᾱν , νυκταλωπιάω suffer from night blindness imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυκταλωπικός — ή, ό (Α νυκταλωπικός, ή, όν) [νυκτάλωψ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νυκταλωπία 2. αυτός που πάσχει από νυκταλωπία αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά νυκταλωπικά κρούσματα νυκταλωπίασης …   Dictionary of Greek

  • νυκταλωπικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νυκταλωπία. 2. αυτός που πάσχει από νυκταλωπία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • nictalopía — ► sustantivo femenino 1 MEDICINA Anomalía de la visión por la que se ve mejor de noche o con luz escasa que con luz abundante. 2 BIOLOGÍA Buena visión con luz escasa o poco intensa. * * * nictalopía (del lat. «nictalopĭa», del gr. «nyktalōpía») f …   Enciclopedia Universal

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • νυκτάλωψ — νυκτάλωψ, ωπος, ὁ και ἡ (Α) 1. αυτός που λόγω παθήσεως τών οφθαλμών βλέπει κατά τη διάρκεια τής νύχτας και όχι κατά τη διάρκεια τής ημέρας 2. αυτός που αδυνατεί να δει κατά τη νύχτα 3. αυτός που δεν βλέπει ούτε τη νύχτα ούτε την ημέρα 4. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • νυκταλωπιώ — (Α νυκταλωπιῶ, άω) νεοελλ. πάσχω από νυκταλωπία, βλέπω καλύτερα όταν το φως είναι λίγο και ασθενές, παρά όταν είναι άπλετο και ισχυρό αρχ. πάσχω από νυκταλωπίαση, εξασθενεί η όρασή μου κατά τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτάλωψ «αυτός που βλέπει κατά… …   Dictionary of Greek

  • ορνιθοτυφλία — η παθολογική κατάσταση τών οφθαλμών κατά την οποία η όραση είναι ισχυρότερη στο σκοτάδι παρά στο δυνατό φως, νυκταλωπία …   Dictionary of Greek

  • ορνιθοτυφλιά — ορνιθοτυφλιά, η και κοτοτυφλιά, η πάθηση της όρασης, αλλ. νυκταλωπία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»