-
1 νυκταλωπία
νυκταλ-ωπία, ἡ, u. νυκταλ-ωπίᾱσις, ἡ, ein Fehler der Augen, bes. der schwarzen in der Jugend, wenn sie aus Überfluß an Feuchtigkeit bei Nacht in der Dämmerung nicht sehen können -
2 νυκταλωπίαν
νυκταλωπίᾱν, νυκταλωπιάωsuffer from night-blindness: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)νυκταλωπίᾱν, νυκταλωπιάωsuffer from night-blindness: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
3 luscitio
-
4 νυκταλ-ωπιάω
νυκταλ-ωπιάω, an dem Fehler der Augen leiden, der unter νυκταλωπία erklärt ist, Medic.
-
5 νυκτάλ-ωψ
νυκτάλ-ωψ, ωπος, ὁ, ein Fehler der Augen, = νυκταλωπία, ὑγρότητος πλεονασμός, Arist. gen. an. 5, 1 (p. 780, 20), v. l. νυκταλώπηξ. Bei Gal. u. Eust. 1392, 33 ὁ τῆς νυκτὸς ἀλαός, u. allgemein, blödsichtig.
-
6 никталопия
(слепота дневная) η νυκταλωπία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > никталопия
-
7 luscitio
Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > luscitio
-
8 куриный
επ.κοτίσιος•-ое мясо κοτίσιο κρέας•
-ое яйцо κοτίσιο αυγό.
εκφρ.- ая грудь – κοτίσιο στηθάμι•- ая память – αδύνατη μνήμη•- ая слепота – α) νυκταλωπία, ορνιθίοτυφλιά. β) βλ. курослеп, γ) βλ. лютик. -
9 курослеп
-а α.νυκταλωπικός. || νυκταλωπία, ορνιθοτυφλιά.
См. также в других словарях:
νυκταλωπία — η ιατρ. πάθηση τών οφθαλμών η οποία συνίσταται στη μείωση τής οπτικής ικανότητας στο φως τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nyctalopia < λατ. nyctalops < νυκτάλωψ*] … Dictionary of Greek
νυκταλωπία — η (ιατρ.), πάθηση των ματιών που επιτρέπει να βλέπει ο άρρωστος κατά το βράδυ και λιγότερο την ημέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νυκταλωπίαν — νυκταλωπίᾱν , νυκταλωπιάω suffer from night blindness imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) νυκταλωπίᾱν , νυκταλωπιάω suffer from night blindness imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκταλωπικός — ή, ό (Α νυκταλωπικός, ή, όν) [νυκτάλωψ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νυκταλωπία 2. αυτός που πάσχει από νυκταλωπία αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά νυκταλωπικά κρούσματα νυκταλωπίασης … Dictionary of Greek
νυκταλωπικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νυκταλωπία. 2. αυτός που πάσχει από νυκταλωπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
nictalopía — ► sustantivo femenino 1 MEDICINA Anomalía de la visión por la que se ve mejor de noche o con luz escasa que con luz abundante. 2 BIOLOGÍA Buena visión con luz escasa o poco intensa. * * * nictalopía (del lat. «nictalopĭa», del gr. «nyktalōpía») f … Enciclopedia Universal
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
νυκτάλωψ — νυκτάλωψ, ωπος, ὁ και ἡ (Α) 1. αυτός που λόγω παθήσεως τών οφθαλμών βλέπει κατά τη διάρκεια τής νύχτας και όχι κατά τη διάρκεια τής ημέρας 2. αυτός που αδυνατεί να δει κατά τη νύχτα 3. αυτός που δεν βλέπει ούτε τη νύχτα ούτε την ημέρα 4. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
νυκταλωπιώ — (Α νυκταλωπιῶ, άω) νεοελλ. πάσχω από νυκταλωπία, βλέπω καλύτερα όταν το φως είναι λίγο και ασθενές, παρά όταν είναι άπλετο και ισχυρό αρχ. πάσχω από νυκταλωπίαση, εξασθενεί η όρασή μου κατά τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτάλωψ «αυτός που βλέπει κατά… … Dictionary of Greek
ορνιθοτυφλία — η παθολογική κατάσταση τών οφθαλμών κατά την οποία η όραση είναι ισχυρότερη στο σκοτάδι παρά στο δυνατό φως, νυκταλωπία … Dictionary of Greek
ορνιθοτυφλιά — ορνιθοτυφλιά, η και κοτοτυφλιά, η πάθηση της όρασης, αλλ. νυκταλωπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)