-
1 ντροπαλός
[цдропалос] εκ. стыдливый, робкий,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ντροπαλός
-
2 застенчивый
застенчивый 1. ντροπαλός, ντροπιάρης 2. м о ντροπιάρης* * *1.ντροπαλός, ντροπιάρης2. мο ντροπιάρης -
3 робкий
-
4 застенчнвый
застенчнв||ыйприл ντροπαλός, συνεσταλμένος. -
5 конфузливый
конфуз||ливыйприл ντροπαλός. -
6 робкий
роб||кийприл ἄτολμος, συνεσταλμένα, διστακτικός (несмелый)/ δειλός, φοβι-τσιάρης (боязливый)/ ντροπαλός (застенчивый):\робкий голос ἡ διστακτική φωνή· он не \робкийкого десятка δέν εἶναι ἀπ' αὐτούς πού φοβοδνται, δέν εἶναι φοβιτσιάρης. -
7 стеснительный
стесни́тельн||ыйприл1. (застенчивый) ντροπαλός, διστακτικός·2. (стесняющий) ἐνοχλητικός, στενόχωρος. -
8 стыдливый
стыдли́в||ыйприл ντροπαλός. -
9 церемониться
церемон||итьсянесов κρατώ τους τύπους:он не о́чень-то \церемонитьсяится δέν εἶναι πολύ ντροπαλός· не \церемонитьсяьтесь! σάν στό σπίτι σας!. -
10 стыдливый
[στυντλίβυϊ] επ. ντροπαλός -
11 стыдливый
[στυντλίβυϊ] επ ντροπαλός -
12 дичок
-чка α.1. βοτ. δέντρο άγριο, ανεμβόλιαστο•яблоня— αγριομηλιά.
2. άνθρωπος ακοινώνητος, αποξενωμένος ντροπαλός. -
13 застенчивый
επ., βρ: -чив, -а, -оντροπαλός, ντροπιάρικος, ντροπιάρης, συνεσταλμένος, συσταζούμενος. -
14 конфузливый
επ., βρ: -лив, -а, -оντροπαλός, συνεσταλμένος, συσταζούμενος. || συγχυσμένος, ταραγμένος. -
15 стеснительный
επ. βρ: -лен, -льна, -льно.1. περιοριστικός.2. δύσκολος, δυσχερής.3. συνεσταλμένος, ντροπαλός. -
16 стыдливый
επ., βρ: -лив, -а, -оντροπαλός. -
17 угловатый
επ., βρ: -ват, -а, -о.1. βλ. угластый. || γωνιώδης.2. μτφ. ανώμαλος, ακανόνιστος• ανισόπεδος. || άγαρμπος• απότομος. || ντροπαλός, συνεσταλμένος, συσταζούμενος • αθάρευτος.
См. также в других словарях:
ντροπαλός — ή, ό 1. αυτός που εύκολα νιώθει ντροπή 2. συνεσταλμένος, διστακτικός («είναι πολύ ντροπαλός και δεν τής μιλά για τα αισθήματά του»). επίρρ... ντροπαλά με ντροπή, με συστολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἐντροπαλός < ἐντροπή + κατάλ. αλός (πρβλ. σιγ… … Dictionary of Greek
ντροπαλός — ή, ό αυτός που νιώθει εύκολα ντροπή, που ντρέπεται εύκολα: Ντροπαλό παιδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλαιδήμων — αίδημον, Α σεμνός, ντροπαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αἰδήμων «σεμνός, ντροπαλός»] … Dictionary of Greek
Τίρσο ντε Μολίνα — (Tirso de Molina, ψευδώνυμο του Fray Gabriel Tellez, Μαδρίτη 1584; – Αλμαθάν, Σόρια 1648). Ισπανός θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Αλκαλά ντε Ενάρες και μπήκε στο μοναχικό τάγμα των αδελφών του Ελέους. Έμεινε μερικά χρόνια στη … Dictionary of Greek
αΐδυλος — ἀίδυλος, ον (Α) κατά τον Ησύχιο «θρασύς». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανότερη είναι η άποψη (τού Leumann) που θεωρεί τη λ. παραλλαγμένη μορφή τού ομηρικού επιθ. ἀήσυλος «πονηρός, φαύλος» (με τροπή τού η σε ι και τού σ σε δ πιθ.… … Dictionary of Greek
αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… … Dictionary of Greek
αιδήμων — αἰδήμων ( ονος), ον (Α) σεμνός, ντροπαλός, συνεσταλμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰδοῦμαι. ΠΑΡ. αἰδημοσύνη, μσν. αἰδημονικός] … Dictionary of Greek
αιδεστικός — αἰδεστικός, ή, όν (Μ) [αἰδεστός] αυτός που έχει αιδημοσύνη, ντροπαλός … Dictionary of Greek
αιδημονικός — αἰδημονικός, ή, ὸν (Μ) [αἰδήμων] ντροπαλός, σεμνός … Dictionary of Greek
αιδοίος — αἰδοῑος, α, ον (Α) 1. ο άξιος σεβασμού, σεβαστός, σεβάσμιος, σεμνός, χρηστός 2. (για ξένους και ικέτες) αυτός που είναι άξιος προστασίας 3. (για πράγματα, όπως το γέρας ή ο χρυσός) αξιοσέβαστος, πολύτιμος 4. ο πλήρης σεβασμού, σεμνός, δειλός,… … Dictionary of Greek
αισχυντηλός — ή, ό (Α αἰσχυντηλός, ή, όν) ντροπαλός, συνεσταλμένος αρχ. 1. (για πράγματα) αυτός που προκαλεί την ντροπή 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αἰσχυντηλόν η αιδημοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρημ. επίθ. αἰσχυντὸς < ρ. αἰσχύνω. ΠΑΡ αρχ. αἰσχυντηλία] … Dictionary of Greek