-
1 νου
-
2 νού
νέομαιgo: pres imperat mp 2nd sg (attic)νέομαιgo: imperf ind mp 2nd sg (attic)νέωswim: pres imperat mp 2nd sg (attic)νέωswim: imperf ind mp 2nd sg (attic)νέω 3heap: pres imperat mp 2nd sg (attic)νέω 3heap: imperf ind mp 2nd sg (attic)νόοςmind: masc voc sg (attic)νόοςmind: masc gen sg (attic) -
3 νοῦ
νέομαιgo: pres imperat mp 2nd sg (attic)νέομαιgo: imperf ind mp 2nd sg (attic)νέωswim: pres imperat mp 2nd sg (attic)νέωswim: imperf ind mp 2nd sg (attic)νέω 3heap: pres imperat mp 2nd sg (attic)νέω 3heap: imperf ind mp 2nd sg (attic)νόοςmind: masc voc sg (attic)νόοςmind: masc gen sg (attic) -
4 νού
σου ты выбрось это из головы;βάλτο καλά στο νού σου а) ты не забывай об этом; запомни раз и навсегда; б) ты серьёзно подумай об этом;πού είχες το νού σου — или πού ήταν ο νού σου; — о чём ты только думал?, куда ты смотрел?;
κάνω όξω νού быть беспечным, беззаботным;(έχε) το νού σου! будь внимателен!, будь осторожен!; να 'χουμε και το νού μας а) мы должны быть внимательными; б) мы не должны забываться;δεν κόφτει ο νού του — у него голова плохо соображает;
άσκοπος ο νού, διπλός ο κόπος — погов, дурная голова ногам покоя не даёт;
όξω νού και πέρα βρέχει погов. ему до лампочки -
5 νου-βυστικός
νου-βυστικός, ή, όν, mit Verstand vollgepfropft, klug, γυναῖκα δ' εἶναι πρᾶγμ' ἔφη νουβυστικὸν καὶ χρηματοποιόν, Ar. Eccl. 441; adv., Vesp. 1294, Schol. νοῦ πεπληρωμένως, συνετῶς; auch Cratin. com. bei D. L. 8, 37.
-
6 νου-μηνιαστής
νου-μηνιαστής, ὁ, der den Neumond Feiernde, der Schmausende, Ath. XII, 551 f. Vgl. κακοδαιμονιστής.
-
7 νου-μηνιάζω
νου-μηνιάζω, den Neumond feiern (?). Davon
-
8 νου-μηνία
νου-μηνία, ἡ, att. ( Phryn. in B. A. 52) = νεομηνία; Pind. N. 4, 35; Xen. An. 5, 6, 23 u. A.; Thuc. sagt auch νουμηνία κατὰ σελήνην, umbestimmter den Neumond selbst zu bezeichnen, 2, 28.
-
9 νου-θεσία
-
10 νου-θετισμός
νου-θετισμός, ὁ (wie von νουϑετίζω), = νουϑεσία, Men. bei Poll. 9, 139, der das Wort verwirft; Phot.; Lob. zu Phryn. 511 em. νουϑετησμός.
-
11 νου-θετικός
νου-θετικός, ή, όν, = νουϑετητικός; Plat. Soph. 230 a; Xen. Mem. 1, 2, 21; auch v. l. bei Plat. a. a. O.
-
12 νου-θετησμός
νου-θετησμός, ὁ, Conj. für νουϑετισμός.
-
13 νου-θετητικός
νου-θετητικός, ή, όν, ans Herz legend, ermahnend, warnend, λόγοι, Plat. Legg. V, 740 c.
-
14 νου-θετητής
νου-θετητής, ὁ, der ans Herz Legende, Ermahnende, Philo u. Sp.
-
15 νου-θετέω
νου-θετέω, ans Herz legen, zu Gemüthe führen, ermahnen, erinnern; καὶ παραινεῖν τοὺς κακῶς πράσσοντας, Aesch. Prom. 264; Soph. Phil. 1267 u. öfter; auch pass., νουϑετούμενοι φίλων ἐπῳδαῖς, beschwichtigt, O. C. 1195; ἡμᾶς χρή σε νουϑετεῖν φίλα, Eur. Or. 299; ἅπερ με νουϑετεῖς, Suppl. 337; νουϑετητέος, Bacch. 1254; Ar. Vesp. 731; u. in Prosa, νουϑετῶ σ' ὡς ἑταῖρον, Plat. Euthyd. 284 e; πληγαῖς τινα, Legg. IX, 879 d (wie κονδύλοις Ar. Vesp. 254); καὶ διδάσκειν, VIII, 845 b; μήτε νουϑετεῖσϑαι, μήτε κολάζεσϑαι, Gorg. 479 a; Xen. u. Folgde; οἱ ἐπ' ὠφελείᾳ λοιδοροῦντες νουϑ., Isocr. 4, 130.
-
16 νου-θετία
νου-θετία, ἡ, = νουϑεσία, B. A. 21 verworfen.
-
17 νου-θέτησις
νου-θέτησις, ἡ, das ans Herz Legen, die Ermahnung; Eur. Herc. Fur. 1256; καὶ κολάσεις, Plat. Prot. 323 e, öfter.
-
18 νου-θέτημα
νου-θέτημα, τό, Ermahnung; Aesch. Pers. 816; Soph. El. 1135; Eur. Phoen. 595; Plat. Gorg. 525 c u. Folgde, wie Plut.
-
19 νου-μήνιος
νου-μήνιος, zum Neumond gehörig, ἄρτοι, Luc. Lexiph. 6; – ὁ νουμήνιος, ein Vogel, eine Art Brachläufer, D. L. 9, 114.
-
20 προ-νου-μηνία
προ-νου-μηνία, ἡ, Tag vor dem Neumonde, LXX.
См. также в других словарях:
νοῦ — νέομαι go pres imperat mp 2nd sg (attic) νέομαι go imperf ind mp 2nd sg (attic) νέω swim pres imperat mp 2nd sg (attic) νέω swim imperf ind mp 2nd sg (attic) νέω 3 heap pres imperat mp 2nd sg (attic) νέω 3 heap imperf ind mp 2nd sg (attic) νόος… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάτοπτρον... ἐστ’ οἶνος νοῦ. — См. Вся правда в вине … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπελθόντων τῶν ὀμμάιων τὰ τὴς μνήμης ἄξια ἐκ τοῦ νοῦ ῥάδιως ἐκφεύγει. — См. С глаз долой из памяти вон … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
νους — ο γεν. νου (χωρίς πληθ.) 1. νόηση, διάνοια, διανόηση: Με το νου και με τη γνώση βρήκαν το Θεό καμπόσοι (παροιμ.). 2. πνεύμα, σε αντίθεση με την ύλη: Νους ορά και νους ακούει. 3. άνθρωπος βαθυστόχαστος, διανοητικός: Μέγας νους ο Σωκράτης. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εννοώ — (AM ἐννοῶ, έω) [νοώ] 1. έχω ή συλλαμβάνω κάτι στον νου, διαλογίζομαι, διανοούμαι, σκέπτομαι 2. καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι πλήρως, σαφώς κάτι (α. «δεν εννοώ τη θεωρία τής σχετικότητας» β. «οὐ γὰρ ἐννοῶ», Σοφ.) 3. (για λέξεις ή φράσεις)… … Dictionary of Greek
νοερός — ή, ό (ΑΜ νοερός, ά, όν, Α και νοηρός, ά, όν) 1. αυτός που συλλαμβάνεται με τον νου, αυτός που γίνεται αντιληπτός μόνο με τον νου («ἀόρατε, ἀκατάληπτε Δημιουργὲ τῶν νοερῶν οὐσιῶν», Μηναί.) 2. αυτός που γίνεται, που συντελείται στο πεδίο τού νου… … Dictionary of Greek
καράνου — καρά̱νου , κάρανον neut gen sg καρά̱νου , κάρανος a chief masc gen sg καρά̱νου , κάρηνον head neut gen sg (doric) καρά̱νου , καρανόω achieve pres imperat act 2nd sg καρά̱νου , καρανόω achieve imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχύνου — συγχύ̱νου , συγχέω pour together pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) συγχύ̱νου , συγχύνω confound pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) συγχύ̱νου , συγχύνω confound pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) συγχύ̱νου , συγχύνω confound… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναβρύνου — ἐναβρύ̱νου , ἐναβρύνομαι pride oneself on pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἐνᾱβρύ̱νου , ἐναβρύνομαι pride oneself on imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric aeolic) ἐναβρύ̱νου , ἐναβρύνομαι pride oneself on pres imperat mp 2nd sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПЛАТОН — • Plato, Πλάτων, 1. сын Аристона и Периктионы (или Потоны), из знатного рода, по отцу в родстве с Кодром, со стороны матери с Солоном, родился в Афинах 21 мая 429 г. Т. к. в этот день (7 фаргелиона) праздновался также день… … Реальный словарь классических древностей