-
1 νοτερος
-
2 νοτερός
η, ό [ά, όν ] сырой, влажный, увлажнённый; отсырелый;νοτερό κλίμα — сырой климат
-
3 χειμων
- ῶνος ὅ1) зимняя пора, зимаχειμῶνι Hom., Soph., ἐν (τῷ) χειμῶνι Pind., Aesch., Xen., χειμῶνος Xen., Plat. — зимой;
(τὸν) χειμῶνα Soph., Her., Xen., (τοῦ) χειμῶνος Thuc., NT. и διὰ (τοῦ) χειμῶνος Xen., Plat. — зимой, в течение зимы2) холодные края, северτῇ ὅ Βορέης τε καὴ ὅ χ. ἑστᾶσι Her. — там, где находится север с его ветрами
3) буря, непогода, ненастье Hom., Hes., Pind., Aesch., Soph., Thuc., Xen.ἐν χειμῶσι καὴ ἐν εὐδίαις Plat. — и в ненастье, и в ясную погоду;
χειμῶνι χρῆσθαι Dem. — быть застигнутым бурей;χ. νοτερός Thuc. — буря с ливнем;δορὸς ἐν χειμῶνι Soph. — в огне войны4) несчастье, бедствиеθολερὸς χ. Soph. — умопомешательство;
ἐν χειμῶνι τῶν πραγμάτων φερομένων Plut. — в грозное для государства время;χ. γήρως βαρύς Anth. — старость, (это) тяжкое бедствие
См. также в других словарях:
νοτερός — damp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτερός — ή, ό (ΑΜ νοτερός, ά, όν) γεμάτος υγρασία, υγρός (α. «κλίμα νοτερό» β. «ὁπότε χειμὼν εἴη νοτερός», Θουκ.) μσν. (για λειτουργία σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από εκκρίσεις υγρών αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ νοτερόν η υγρασία. επίρρ... νοτερά με… … Dictionary of Greek
νοτερά — νοτερός damp neut nom/voc/acc pl νοτερά̱ , νοτερός damp fem nom/voc/acc dual νοτερά̱ , νοτερός damp fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτερώτερον — νοτερός damp adverbial comp νοτερός damp masc acc comp sg νοτερός damp neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτερῶν — νοτερός damp fem gen pl νοτερός damp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτερόν — νοτερός damp masc acc sg νοτερός damp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτεραῖς — νοτερός damp fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτεραί — νοτερός damp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτεροῖς — νοτερός damp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτεροῖσι — νοτερός damp masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτεροί — νοτερός damp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)