Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

νοσεύομαι

См. также в других словарях:

  • νοσεύομαι — (ΑΜ) [νόσος] είμαι άρρωστος, νοσώ μσν. (για ρούχο) μολύνομαι από αρρώστια …   Dictionary of Greek

  • νενοσευμένα — νοσεύομαι to be sickly perf part mp neut nom/voc/acc pl νενοσευμένᾱ , νοσεύομαι to be sickly perf part mp fem nom/voc/acc dual νενοσευμένᾱ , νοσεύομαι to be sickly perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσευομένοις — νοσεύομαι to be sickly pres part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόσευμα — νόσευμα, τὸ (Α) [νοσεύομαι] νόσος, ασθένεια …   Dictionary of Greek

  • νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»