-
1 νομάδες
a adj., nomadic νομάδεσσι γὰρ ἐν Σκύθαις ἀλᾶται στρατῶν fr. 105b. 1.b subs., a Libyan tribe, living near Irasa.παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν ἆγεν ἱππευτᾶν Νομάδων δἰ ὅμιλον P. 9.123
-
2 νομάδες
νομάςroaming about for pasture: masc /fem nom /voc pl -
3 νομάδες
göçebeler -
4 Numidians
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Numidians
-
5 νομάς
νομάς, άδος, ὁ, ἡ, Viehheerden weidend u. mit ihnen umherziehend, umherschweifend; Σκύϑαι, Pind. frg. 72; von denselben nomadischen Scythen Aesch. Prom. 711; auch Ἰνδοί, Suppl. 281; vgl. Her. 1, 15. 4, 187, οἱ Νομάδες, mit ihren Heerden herumziehende Hirtenvölker, Nomaden. S. auch nom. pr. – Als fem. zu νομαῖος, so ἵππος, auf der Weide umherschweifend, Soph. Trach. 270 (wie Einige auch ὄρνιϑες νομάδες Ath. XIV, 644 c erkl., Andere Numidische); auch übertr., κρῆναι νομάδες, O. C. 693; O. R. 1350, ὅς μ' ἀπ' ἀγρίας πέδας νομάδος ἐπιποδίας ἔλαβεν, nach dem Schol. τῆς πέδης τῆς διανεμομένης τοὺς πόδας μου, gewissermaßen = sich an den Füßen weidend, daran haftend, doch erkl. der Schol. auch ἀπὸ δεσμοῦ ἐν νομαδιαίοις τόποις συνέχοντος τοὺς πόδας, u. so Herm., die Weidesessel, für »die Fessel auf dem Weideplatze«.
-
6 νομάς
A roaming about for pasture: pastoral tribes,Choeril.
3, Hdt.1.15, 125, 4.187,7.85, Arist.Pol. 1256a31;στρατηγὸς νομάδων OGI616.3
([place name] Arabia);ν. Σκύθαι Pi.Fr. 105
, A. Pr. 709; ; of the Cyclopes, E.Cyc. 120.2 metaph., of a prostitute, Ph.2.327.3 pr. n., Numidian, Plb.1.19.3,al.: hence guinea-fowl,Ptol.Euerg.
2 (a) J.; νομάς alone, Artem. ap. Ath.14.663e; ν. λίθος Numidian marble, Luc.Hipp. 6.II fem. Adj. roaming, grazing, ;ἔλαφος Id.Fr.89
;ἐπ' ἀκταῖς νομάδα.. ἁλιάετον E.Fr. 636
; δάμαλις ν. calf of the pastures, i.e. fatted, LXX 1 Ki.28.24; ν. περιστεραί wild doves, Gal.6.435, cf. 12.302; of Oedipus exposed, turned adrift on Cithaeron, S.OT 1350 (lyr.); of irrigation-channels, (unless distributing, cf. νέμω).3 ν. τράπεζα game diet, Him.Or.25.3.4 νομάσιν αὐγαῖς is dub.l. in Tim.Pers.89. -
7 Nomade
Nomade, nomas, ădis,m. (νομάς). – die Nomaden, nomades (νομάδες); rein lat. vagae gentes; homines sine tectis ac sedibus passim vagi. – Nomadenleben, *nomadum vita. – ein N. führen, sine tecto ac sede od. (von mehreren) sine tectis ac sedibus passim vagum od. vagos esse. – Nomadenvolk, s. Nomaden, die, unter »Nomade«.
-
8 ίππευτής
ίππευτής, ὁ, dasselbe; Νομάδες Pind. P. 9, 127; von den Amazonen, ἱππευτὰς στρατός, Eur. Herc. Für. 408.
-
9 ερεθιζω
дор. ἐρεθίσδω (fut. ἐρεθίσω и ἐρεθιῶ)1) раздражать(τινὰ κερτομίοις ἐπέεσσι Hom.; οἱ νομάδες ἐρεθισθέντες ὑπὸ Δαρείου Her.)
2) дразнить, беспокоить(κύνας τ΄ ἄνδρας Hom. σφηκιάν Arph.; τὸν ὄφιν Arst.; τὸν πολέμιον Plut.)
3) сердить, возмущать(Μούσας Soph.)
4) возбуждать, волновать(φρένας Aesch.; τέν γεῦσιν ὀσμαῖς Plut.)
5) приводить в движение(χορούς Eur.)
πνεῦμα ἠρεθισμένον Eur. — ускоренное (от быстрой ходьбы) дыхание, одышка6) вызывать, разжигать(τὸ φονικὸν καὴ θηριῶδες Plut.)
ἐ. τινά Hom. — разжигать чьё-л. любопытство7) раздувать(φέψαλος ἐρεθιζόμενος ῥιπίδι Arph.)
8) растравлять, бередить(ἕλκος ἠρεθισμένον Polyb.)
9) манить, звать(κρήνη ἐρεθίζει Anacr.)
-
10 ιππευτης
-
11 νομας
I1) ведущий пастушескую, т.е. кочевую жизнь, кочующий, кочевой(Σκύθαι Pind.; Ἰνδοί Aesch.)
2) блуждающий по пастбищу, пасущийся(ἵπποι, ἔλαφος Soph.)
3) перен. странствующий, т.е. вечно текущий(κρῆνκι Soph.)
II- άδος ὅ скотовод, пастух, кочевникοἱ νομάδες Her. etc. — номады, кочевники, кочевые народы
-
12 кочевник
ο νομάςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кочевник
-
13 кочевье
коч||евьес τό μέρος πού βρίσκονται οἱ νομάδες. -
14 νομάς
-
15 νομάς,-άδος
ὁ N 3/ἡ 0-3-0-4-1=8 1 Sm 28,24; 1 Kgs 5,3; 1 Chr 27,29; Jb 1,3; 20,17often fem. adj.: roaming, grazing Jb 1,3; for tending flocks (of dogs) Jb 30,1; οἱ νομάδες the nomads 2 Mc 12,11*1 Sm 28,24 νομάς grazing, free-range (of a calf)-רבק/מ ⋄רבק and ⋄מן (let loose) from bonds? forַמְר ֵבּק MT⋄רבק confined to the stall, fatteningCf. CAIRD 1969=1972 136(1 Sm 28,24) -
16 кочевники
-ов πλθ. (ενκ. кочевник -а α) νομάδες. -
17 номады
-ов πλθ/ (ενκ. номад -а α.) παλ. νομάδες. -
18 прикочевать
ρ.σ. φτάνω πλανώμενος, κινούμενος κατά νομάδες. -
19 ἀροτήρ
A plougher, husbandman, Il.18.542, 23.835, Hecat.335J., E.El. 104, etc.: in Prose, Σκύθαι ἀροτῆρες, opp. νομάδες, Hdt.4.17, cf. 191, 1.125, 7.50. -
20 νομάς
νομάς, άδος, ὁ, ἡ, Viehherden weidend u. mit ihnen umherziehend, umherschweifend; οἱ Νομάδες, mit ihren Herden herumziehende Hirtenvölker, Nomaden; ἵππος, auf der Weide umherschweifend; τῆς πέδης τῆς διανεμομένης τοὺς πόδας μου, gewissermaßen = sich an den Füßen weidend, daran haftend, die Weidefessel, für 'die Fessel auf dem Weideplatze'
См. также в других словарях:
νομάδες — οι 1. αυτοί που δεν έχουν μόνιμη διαμονή, που περιπλανιούνται. 2. κτηνοτρόφοι που αλλάζουν διαμονή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νομάδες — νομάς roaming about for pasture masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… … Dictionary of Greek
νομάδας — ο και νομάς, ο, η (ΑΜ νομάς, άδος) 1. αυτός που βόσκει αγέλη ζώων και περιπλανιέται μαζί με αυτά από τόπο σε τόπο κυρίως για βοσκή 2. στον πληθ. νομάδες νομαδικές, περιπλανώμενες φυλές, φυλές που περιφέρονται από τόπο σε τόπο για ανεύρεση χώρου… … Dictionary of Greek
Σαουδική Αραβία — Κράτος στη Μέση Ανατολή. Βρέχεται στα Α και Δ από τον Περσικό Κόλπο και την Ερυθρά Θάλασσα αντίστοιχα και στα Ν από την Αραβική Θάλασσα.H εδαφική επικράτεια της Σαουδικής Aραβίας, που παλιά προσδιοριζόταν πολύ άοριστα ως Zαζιράτ αλ Aράμπ, δηλαδή… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Καζακστάν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καζακστάν Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν (1925 91) Έκταση: 2.717.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.741.519 (2002) Πρωτεύουσα: Αστάνα (319.300 κάτ. το 1999)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… … Dictionary of Greek