-
1 беспечный
-
2 беспечный
беспечн||ыйприл ξέ(γ)νοιαστος, δφροντις, ἀμέριμνος. -
3 бесшабашный
бесшабашныйприл1. (беспечный) ἀμέριμνος» ξέ(γ)νοιαστος, ἀπερίσκεπτος;2. (отчаянный) παράτολμος, ριψοκίνδυνος. -
4 благодушный
благоду́ш||ный прил ήρεμος, γαλήνιος, μακάριος/ ἀμέριμνος, ξέ(γ)νοιαστος (беззаботный).
См. также в других словарях:
ξέ(γ)νοιαστος — η, ο ο αμέριμνος, ο απερίσπαστος, ο ήσυχος από φροντίδες. ξένοιαστος η, ο ο αμέριμνος, ο δίχως φροντίδες, ο απερίσπαστος, ο αδιάφορος: Ξένοιαστη ζωή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)