-
1 νιφάς
νιφάς, άδος, ἡ, Schneeslo che; Hom. im plur., Schnee, Schneegestöber, ὥςτε νιφάδες χιόνος πίπτουσι ϑαμειαὶ ἤματι χειμερίῳ Il. 12, 278, u. öfter zum Gleichniß der dicht fallenden Geschosse; auch ἔπεα νιφάδεσσιν ἐοικότα χειμερίῃσιν, 3, 222, die Fülle der Beredtsamkeit ausdrückend (vgl. Luc. Dem. enc. b); der sing. nur collectiv gebraucht, Schnee, 15, 170; βρέχετο πολλᾷ νιφάδι, Pind. Ol. 11, 53; u. vom Goldregen des Zeus, 7, 34; auch übertr., τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο, I. 3, 35; λευκοπτέρῳ νιφάδι καὶ βροντήμασι χϑονίοις κυκάτω πάντα, Aesch. Prom. 995; übertr., Spt. 195, von Wurfgeschossen, wie Eur. Andr. 1130. – Auch in Prosa, οὔρεα ἴδῃσι καὶ νιφάσι συνηρεφέα, mit Schnee bedeckt, Her. 7, 111. – Die VLL. erkl. νιφάδες auch durch σταγόνες. – Adjectivisch wie νιφόεσσα braucht es Soph. O. C. 1063, πέτρας νιφάδος.
-
2 νιφας
I1) тж. pl. снег(οὔρεα νιφάσι συνηρεφέα Her.)
2) снежинка, pl. снежные хлопья(νιφάδες χιόνος Hom.)
3) перен. град или ливень(πετρῶν Aesch.)
4) буря, шквал(πολέμου Pind.)
II(πέτραι Soph.)
-
3 νιφάς
νῐφᾰς (ἡ)1 snow stormβρέχε θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν O. 7.34
βρέχετο πολλᾷ νιφάδι (sc. πάγος Κρόνου) O. 10.51 met., τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν (cf. νέφος) I. 4.17 -
4 νιφάς
νιφάςsnowflake: fem nom sg -
5 νιφάς
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > νιφάς
-
6 νιφάς
νιφάς, άδος, ἡ, Schneeflocke; im plur., Schnee, Schneegestöber; ὥςτε νιφάδες χιόνος πίπτουσι ϑαμειαὶ ἤματι χειμερίῳ, zum Gleichnis der dicht fallenden Geschosse; auch ἔπεα νιφάδεσσιν ἐοικότα χειμερίῃσιν, die Fülle der Beredtsamkeit ausdrückend; der sing. nur collectiv gebraucht, Schnee; vom Goldregen des Zeus; übertr., von Wurfgeschossen; οὔρεα ἴδῃσι καὶ νιφάσι συνηρεφέα, mit Schnee bedeckt -
7 νιφάς
A snowflake, Hom. (only in Il.), mostly in pl.,ὥς τε νιφάδες χιόνος πίπτωσι θαμειαὶ ἤματι χειμερίῳ Il. 12.278
; βρέχε.. χρυσέαις νιφάδεσσι, a legendary statement of the wealth of Rhodes, Pi.O.7.34;ἔπεα νιφάδεσσιν ἐοικότα χειμερίῃσιν Il. 3.222
, cf. Luc.Dem.Enc.5: sg. in collect. sense, snowstorm,νιφὰς ἠὲ χάλαζα Il.15.170
; [πάγος] βρέχετο πολλᾷ νιφάδι was wrapt as in deep snow, Pi.O.10(11).51. -
8 νίφας
νίφαsnow: fem acc pl -
9 νιφάδα
νιφάςsnowflake: fem acc sg -
10 νιφάδας
νιφάςsnowflake: fem acc pl -
11 νιφάδες
νιφάςsnowflake: fem nom /voc pl -
12 νιφάδεσι
νιφάςsnowflake: fem dat pl -
13 νιφάδεσιν
νιφάςsnowflake: fem dat pl -
14 νιφάσι
νιφάςsnowflake: fem dat pl -
15 νιφάσιν
νιφάςsnowflake: fem dat pl -
16 νιφάδεσσι
νιφάςsnowflake: fem dat pl (epic aeolic) -
17 νιφάδεσσιν
νιφάςsnowflake: fem dat pl (epic aeolic) -
18 νιφάδι
νιφάςsnowflake: fem dat sg -
19 νιφάδος
νιφάςsnowflake: fem gen sg -
20 νιφάδων
νιφάςsnowflake: fem gen pl
См. также в других словарях:
νιφάς — νιφάς, άδος, ἡ (Α) βλ. νιφάδα … Dictionary of Greek
νιφάς — snowflake fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νίφας — νίφα snow fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφάδα — νιφάς snowflake fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφάδας — νιφάς snowflake fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφάδες — νιφάς snowflake fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφάδεσι — νιφάς snowflake fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφάδεσιν — νιφάς snowflake fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφάδεσσι — νιφάς snowflake fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφάδεσσιν — νιφάς snowflake fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφάδι — νιφάς snowflake fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)