-
1 νιαουρίζω
αμετ.1) мяукать; 2) пищать, ныть (о человеке) -
2 νιαουρίζω
[ньяуризо] р. мяукатьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νιαουρίζω
-
3 νιαουρίζω
[ньяуризо] ρ мяукать. -
4 νιαουρίζω
miauler -
5 νιαουρίζω
miauczeć czas. -
6 νιαουρίζω
mňoukat -
7 νιαουρίζω
1) caterwaul2) mewΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > νιαουρίζω
-
8 miauler
νιαουρίζω -
9 mňoukat
νιαουρίζω -
10 mew
νιαουρίζω -
11 miauczeć
νιαουρίζω -
12 мяукать
-
13 промурлыкать
ρ.σ.1. νιαουρίζω.2. νιαουρίζω ένα χρον. διάστημα.3. σιγοτραγουδώ σι — γομιλώ. -
14 мяукать
мяу́ка||тьнесов νιαουρίζω, μιαουρίζω. -
15 mew
-
16 miaow
-
17 замурлыкать
-лычу, -лычешьκ. -аю, -аешьρ.σ.αρχίζω να νιαουρίζω. -
18 замяукать
ρ.σ. αρχύζω να νιαουρίζω. -
19 мурлыкать
-лычу, -лычешь κ. -аю, -аешьρ.δ.νιαουρίζω. || μτφ. σιγομιλώ, σιγοτραγουδώ. -
20 мяукать
ρ.δ. νιαουρίζω, μιαουρίζω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
νιαουρίζω — νιαουρίζω, νιαούρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
νιαουρίζω — 1. (για γάτα) κάνω νιάου νιάου 2. (για πρόσ.) μιλώ με φωνή μονότονη και ενοχλητική ή κλαίω με τρόπο που θυμίζει νιαούρισμα γάτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ., από την κραυγή τής γάτας νιάου νιάου + κατάλ. ρίζω (πρβλ. μιαου ρίζω)] … Dictionary of Greek
νιαουρίζω — νιαούρισα 1. (για γάτα), φωνάζω νιάου νιάου: Οι γάτες νιαούριζαν όλη τη νύχτα. 2. (για άνθρωπο), μιλώ ή κλαίω μονότονα ή μιμούμαι τη φωνή της γάτας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άζω — (I) ἄζω (Α) αποξηραίνω, μαραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρ. *azd «ξηραίνω, φρύγω, στεγνώνω, από όπου *azd yo < ἄζω, με φωνητική εξέλιξη τού συμπλέγματος dy σε ζ. ΠΑΡ. αρχ. ἀζαίνω, ἀζαλέος, ἀζάνω, ἄζα*]. (II) ἄζω (Α) 1. φωνάζω α, στενάζω, θρηνώ 2.… … Dictionary of Greek
κνυζώ — (I) κνυζῶ, έω (Α) 1. (ενεργ. και μέσ.) (για σκύλους) βγάζω σιγανή και παραπονιάρικη φωνή 2. μέσ. μτφ. κνυζοῡμαι, έομαι (για νήπια) κλαψουρίζω («έν ὕπνῳ κνυζεῡνται φωνεῡντα φίλαν ποτὶ ματέρα τέκνα», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Προϊόν ονοματοποιίας. Τυχαία… … Dictionary of Greek
μιαουρίζω — και μιαουλίζω (Μ μιαουρίζω και μιαουλίζω και μιαγουρίζω) νιαουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Από την ηχομιμητική λ. μιάου + κατάλ. ρίζω (πρβλ. νιαου ρίζω)] … Dictionary of Greek
μουγκρίζω — και μουγγρίζω (ΑΜ μουγκρίζω, Μ και μογκρίζω) 1. (για ταύρους και άγρια θηρία) μυκώμαι, βρυχώμαι, αφήνω παρατεταμένη και υπόκωφη φωνή 2. μτφ. για πρόσ.) φωνάζω δυνατά από τους πόνους, ουρλιάζω ή εκπέμπω βαθύ και υπόκωφο ήχο με σφιγμένα χείλη… … Dictionary of Greek
νανουρίζω — και ναναρίζω 1. αποκοιμίζω μωρό τραγουδώντας του νανούρισμα, βαυκαλίζω 2. παράγω ήχο βαυκαλιστικό, μονότονο, αποκοιμιστικό («το κύμα... νανουρίζει την απραξία της», Παπαντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ναναρίζω, με ανομοιωτική τροπή τού α σε ου ), πιθ. κατά… … Dictionary of Greek
νιαουρητό — το νιαούρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νιαουρίζω + κατάλ. ητό (πρβλ. χασμουρ ητό)] … Dictionary of Greek
νιαούρισμα — το [νιαουρίζω] 1. η φωνή τής γάτας 2. μονότονη και πολύ ενοχλητική ανθρώπινη φωνή … Dictionary of Greek
μιαουρίζω — μιαούρισα, νιαουρίζω, κλαψουρίζω σαν γάτα: Η γάτα μιαούριζε όλη τη νύχτα γιατί είχαμε ξεχάσει να την ταΐσουμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)