Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

νιαουρίζω

См. также в других словарях:

  • νιαουρίζω — νιαουρίζω, νιαούρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • νιαουρίζω — 1. (για γάτα) κάνω νιάου νιάου 2. (για πρόσ.) μιλώ με φωνή μονότονη και ενοχλητική ή κλαίω με τρόπο που θυμίζει νιαούρισμα γάτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ., από την κραυγή τής γάτας νιάου νιάου + κατάλ. ρίζω (πρβλ. μιαου ρίζω)] …   Dictionary of Greek

  • νιαουρίζω — νιαούρισα 1. (για γάτα), φωνάζω νιάου νιάου: Οι γάτες νιαούριζαν όλη τη νύχτα. 2. (για άνθρωπο), μιλώ ή κλαίω μονότονα ή μιμούμαι τη φωνή της γάτας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άζω — (I) ἄζω (Α) αποξηραίνω, μαραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρ. *azd «ξηραίνω, φρύγω, στεγνώνω, από όπου *azd yo < ἄζω, με φωνητική εξέλιξη τού συμπλέγματος dy σε ζ. ΠΑΡ. αρχ. ἀζαίνω, ἀζαλέος, ἀζάνω, ἄζα*]. (II) ἄζω (Α) 1. φωνάζω α, στενάζω, θρηνώ 2.… …   Dictionary of Greek

  • κνυζώ — (I) κνυζῶ, έω (Α) 1. (ενεργ. και μέσ.) (για σκύλους) βγάζω σιγανή και παραπονιάρικη φωνή 2. μέσ. μτφ. κνυζοῡμαι, έομαι (για νήπια) κλαψουρίζω («έν ὕπνῳ κνυζεῡνται φωνεῡντα φίλαν ποτὶ ματέρα τέκνα», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Προϊόν ονοματοποιίας. Τυχαία… …   Dictionary of Greek

  • μιαουρίζω — και μιαουλίζω (Μ μιαουρίζω και μιαουλίζω και μιαγουρίζω) νιαουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Από την ηχομιμητική λ. μιάου + κατάλ. ρίζω (πρβλ. νιαου ρίζω)] …   Dictionary of Greek

  • μουγκρίζω — και μουγγρίζω (ΑΜ μουγκρίζω, Μ και μογκρίζω) 1. (για ταύρους και άγρια θηρία) μυκώμαι, βρυχώμαι, αφήνω παρατεταμένη και υπόκωφη φωνή 2. μτφ. για πρόσ.) φωνάζω δυνατά από τους πόνους, ουρλιάζω ή εκπέμπω βαθύ και υπόκωφο ήχο με σφιγμένα χείλη… …   Dictionary of Greek

  • νανουρίζω — και ναναρίζω 1. αποκοιμίζω μωρό τραγουδώντας του νανούρισμα, βαυκαλίζω 2. παράγω ήχο βαυκαλιστικό, μονότονο, αποκοιμιστικό («το κύμα... νανουρίζει την απραξία της», Παπαντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ναναρίζω, με ανομοιωτική τροπή τού α σε ου ), πιθ. κατά… …   Dictionary of Greek

  • νιαουρητό — το νιαούρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νιαουρίζω + κατάλ. ητό (πρβλ. χασμουρ ητό)] …   Dictionary of Greek

  • νιαούρισμα — το [νιαουρίζω] 1. η φωνή τής γάτας 2. μονότονη και πολύ ενοχλητική ανθρώπινη φωνή …   Dictionary of Greek

  • μιαουρίζω — μιαούρισα, νιαουρίζω, κλαψουρίζω σαν γάτα: Η γάτα μιαούριζε όλη τη νύχτα γιατί είχαμε ξεχάσει να την ταΐσουμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»