Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

νηστεία

См. также в других словарях:

  • νηστεία — νηστείᾱ , νηστεία fast fem nom/voc/acc dual νηστείᾱ , νηστεία fast fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηστείᾳ — νηστείᾱͅ , νηστεία fast fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηστεία — Η εθελοντική ή υποχρεωτική αποχή από την τροφή γενικά ή από ορισμένες τροφές. Ο όρος χρησιμοποιείται από πολλούς λαούς για να δηλώσει κυρίως την εθελοντική αποχή από ορισμένες τροφές (ιδιαίτερα λιπαρές) για θρησκευτικούς λόγους. Η ν. ως… …   Dictionary of Greek

  • νηστεία — η 1. αποχή από φαγητό, ασιτία: Εξαντλήθηκε από τη νηστεία. 2. αποχή από ορισμένες τροφές που επιβάλλει η εκκλησία: Το Δεκαπενταύγουστο έχουμε νηστεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νηστείας — νηστείᾱς , νηστεία fast fem acc pl νηστείᾱς , νηστεία fast fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηστείαι — νηστείᾱͅ , νηστεία fast fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηστείαν — νηστείᾱν , νηστεία fast fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηστειῶν — νηστεία fast fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηστεῖαι — νηστεία fast fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηστείαις — νηστεία fast fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηστείη — νηστεία fast fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»