-
1 νηστεία
νηστείᾱ, νηστείαfast: fem nom /voc /acc dualνηστείᾱ, νηστείαfast: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————νηστείᾱͅ, νηστείαfast: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 νηστεία
νηστεία η1) голод, недоедание, воздержание от пищи;2) пост:εβδομαδιαίες νηστείες (της Τετάρτης και της Παρασκευής) постные дни в течение недели (Среда и Пятница)
προαιρετική νηστεία — добровольный (подготовительный) пост перед принятием Тела и Крови Спасителя
κάνω / αρχίζω / διακόπτω τη νηστεία — держать / начинать / прекращать пост;
ΦΡ.Κυριακές των Νηστειών οι Воскресенья Великого Поста, то есть пять Воскресных дней перед Вербным Воскресеньем, когда служится Божественная Литургия святого Василия ВеликогоЭтим.< νήστης «голодный» < νη + εσθίω «не ем»* -
3 νηστεία
νηστεία η1) голод; недоедание; воздержание от пищи;έφεξε από τη νηστεία — он отощал от недоедания;
θα σε βάλω (αφήσω) μιά ώρα νηστεία — я тебя оставлю на час без обеда (в наказание);
2) рел пост -
4 νηστεία
νηστεία, ας, ἡ (νηστεύω; since Hdt. 4, 186; pap, LXX; Ps-Sol 3:8; Test12Patr, Philo, Joseph., Just.) ‘fasting’.① the experience of being without sufficient food, going hungry gener., of hunger brought about by necessity: pl. (B-D-F §142; W-S. §27, 4d; s. Rob. 408) of oft-recurring situations (cp. Da 9:3; 2 Macc 13:12) ἐν νηστείαις through hunger 2 Cor 6:5. ἐν νηστείαις πολλάκις often without food 11:27.② the act of going without food for a devotional or cultic purpose, fastⓐ of public fasts: of the Day of Atonement (יוֹם כִּפּוּר; Strabo 16, 2, 40 τὴν νηστείας ἡμέραν [for the Jews]; Philo, Spec. Leg. 2, 193ff; Jos., Ant. 14, 66; 18, 94; Just., D. 40, 4) Ac 27:9; 7:4.—For D 8:1 s. on νηστεύω, end.ⓑ of private fasting Hs 5, 1, 3, end; 5, 2, 1; 5, 3, 5. κατὰ τὴν συνή̣θ̣ι̣α̣[ν τῆς]| νη̣[ … νη]σ̣τίας (prob. ditt. and = κατὰ τὴν συνήθειαν τῆς νηστείας) according to their habit of fasting AcPl Ha 7, 10f (context uncertain). διὰ [τ]ὰ̣ς [νης]τ̣ί̣α̣ς κ̣α̣[ὶ τὰς]| δι[α]νυκτερεύσις … βα̣ρηθεί̣ς wearied by the fasts and vigils (with his friends) AcPl Ha 7, 25f. Of Moses on the mountain (w. ταπείνωσις; cp. Jdth 4:9 v.l.; Ps 34:13; PsSol 3:8) 1 Cl 53:2; likew. of Esther 55:6. (W. προσευχή; cp. Tob 12:8; Da 9:3) Mt 17:21; Mk 9:29 v.l. (νηστεία strengthening prayer as 2 Macc 13:12; Test Jos 10:1f); 1 Cor 7:5 v.l. (W. δεήσεις; cp. Da 9:3 Theod.) Lk 2:37. προσεύχεσθαι μετὰ νηστειῶν pray and fast Ac 14:23. νηστείαν νηστεύειν (צוּם צוֹם 2 Km 12:16; 3 Km 20:9) keep, observe a fast Hs 5, 1, 2f; νηστεύειν τήν ν. keep the fast (day) 7:3 (ἡ νηστεία=fast day, as Jos., Ant. 18, 94). νηστεύειν τῷ θεῷ νηστείαν keep a fast to God Hs 5, 1, 4b (Just., D. 15, 1). μεγάλην ν. ποιεῖν 5, 1, 5. φυλάσσειν τὴν νηστείαν 5, 3, 5; τελεῖν τὴν ν. 5, 3, 8. ἡ ν. τελεία 5, 3, 6, acc. to Hermas, includes abstaining fr. all evil as well as fr. food. τιμίαν ταύτην ν. AcPl Ha 6, 25 (cp. Just., D. 15, 1 ἀληθινήν … ν.).—προσκαρτερεῖν νηστείαις persevere in fasting Pol 7:2. ἀποθέσθαι τὴν νηστείαν end the fast AcPl Ha 6, 37. Fasting better than prayer 2 Cl 16:4 (cp. Tob 12:8f). Rejected by God 3:1ff (Is 58:5f). τῆς νηστείας εἰρωνεία affected observance of fast days Dg 4:1.—RArbesmann, D. Fasten b. d. Griech. u. Römern 1929; MFreiberger, D. Fasten im alten Israel 1929; JMontgomery, Ascetic Strains in Early Judaism: JBL 51, ’32, 183–213; IAbrahams, Studies in Pharisaism and the Gospels I 1917, 121–28; GMoore, Judaism II 1927, 55ff; 257ff; Billerb. IV 1928, 77–114: V. altjüd. Fasten; MShepherd, ATR 40, ’58, 81–94; RAC VII 447–93.—DELG s.v. 1 νῆστις. TW. Sv. -
5 νηστεία
νηστεία, ἡ, das Fasten, Nüchternsein; Diphil. bei Ath. VII, 308 a u. Sp., νηστείας ὄζειν, Arist. probl. 12, 7 u. Plut. – In Athen hieß so bes. der dritte Tag des Thesmophorienfestes, Alciphr. 3, 39; vgl. νηστείαν ἄγειν, Ath. a. a. O.
-
6 νηστεια
-
7 νηστεία
νηστεία, ἡ, das Fasten, Nüchternsein. In Athen hieß so bes. der dritte Tag des Thesmophorienfestes -
8 νηστείᾳ
Βλ. λ. νηστεία -
9 νηστεία
{сущ., 8}пост – добровольное или вынужденное воздержание от пищи; а тж. название ежегодного поста во вр. праздника Дня Искупления (Обновления).Ссылки: Мф. 17:21; Мк. 9:29; Лк. 2:37; Деян. 14:23; 27:9; 1Кор. 7:5; 2Кор. 6:5; 11:27. LXX: 6685 ( םוֹצ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > νηστεία
-
10 νηστεία
{сущ., 8}пост – добровольное или вынужденное воздержание от пищи; а тж. название ежегодного поста во вр. праздника Дня Искупления (Обновления).Ссылки: Мф. 17:21; Мк. 9:29; Лк. 2:37; Деян. 14:23; 27:9; 1Кор. 7:5; 2Кор. 6:5; 11:27. LXX: 6685 ( םוֹצ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > νηστεία
-
11 νηστεία
пост (добровольное или вынужденное воздержание от пищи); а также название ежегодного поста во вр. праздника Дня Искупления (Обновления); LXX: (צוֹם).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > νηστεία
-
12 νηστεία
-ας + ἡ N 1 0-4-13-8-5=30 2 Sm 12,16; 1 Kgs 20(21),9.12; 2 Chr 20,3; Is 1,13fast (in relig. and ritual sense) 2 Chr 20,3ἐνήστευσεν ∆αυιδ νηστείαν David kept a fast, David fasted (semit., rendering MT צום דוד ויצם) 2 Sm 12,16→ NIDNTT; TWNT -
13 νηστεία
[нистиа] ουσ θ пост. -
14 νηστεία
el dejuni -
15 νηστεία
νηστ-εία, ἡ,A fast,νηστεῖαι καὶ ὁρταί Hdt.4.186
, cf. LXXIs.1.13, Str. 16.2.40, Act.Ap.27.9;νηστείην φέρειν Hp.Aph.1.13
; νηστείας ὄζειν (cf.νῆστις 1.2
) Arist.Pr. 908b12; at Athens, name for the third day of the Thesmophoria, Ath.7.307f, Alciphr.3.39, cf. PCair.Zen.350.5 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νηστεία
-
16 νηστεία
oruç, perhiz -
17 νηστεία
jeune -
18 νηστείας
νηστείᾱς, νηστείαfast: fem acc plνηστείᾱς, νηστείαfast: fem gen sg (attic doric aeolic) -
19 νηστείαι
νηστείᾱͅ, νηστείαfast: fem dat sg (attic doric aeolic) -
20 νηστείαν
νηστείᾱν, νηστείαfast: fem acc sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
νηστεία — νηστείᾱ , νηστεία fast fem nom/voc/acc dual νηστείᾱ , νηστεία fast fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηστείᾳ — νηστείᾱͅ , νηστεία fast fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηστεία — Η εθελοντική ή υποχρεωτική αποχή από την τροφή γενικά ή από ορισμένες τροφές. Ο όρος χρησιμοποιείται από πολλούς λαούς για να δηλώσει κυρίως την εθελοντική αποχή από ορισμένες τροφές (ιδιαίτερα λιπαρές) για θρησκευτικούς λόγους. Η ν. ως… … Dictionary of Greek
νηστεία — η 1. αποχή από φαγητό, ασιτία: Εξαντλήθηκε από τη νηστεία. 2. αποχή από ορισμένες τροφές που επιβάλλει η εκκλησία: Το Δεκαπενταύγουστο έχουμε νηστεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νηστείας — νηστείᾱς , νηστεία fast fem acc pl νηστείᾱς , νηστεία fast fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηστείαι — νηστείᾱͅ , νηστεία fast fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηστείαν — νηστείᾱν , νηστεία fast fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηστειῶν — νηστεία fast fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηστεῖαι — νηστεία fast fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηστείαις — νηστεία fast fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηστείη — νηστεία fast fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)