Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

νηπτικός

См. также в других словарях:

  • νηπτικός — ή, ό (Α νηπτικός, ή, όν) [νήπτης] αυτός που απέχει από την οινοποσία, νηφάλιος, σώφρων, συνετός νεοελλ. φρ. α) «νηπτική θεολογία κίνηση και τάση τής ορθόδοξης χριστιανικής θεολογίας και ασκητικής εμπειρίας, πνευματικό περιεχόμενο τής οποίας είναι …   Dictionary of Greek

  • νηπτικόν — νηπτικός sober masc acc sg νηπτικός sober neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπτικωτάτην — νηπτικός sober fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπτικωτέροις — νηπτικός sober masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπτικῶς — νηπτικός sober adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπτικῷ — νηπτικός sober masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπτικωτέρα — νηπτικωτέρᾱ , νηπτικός sober fem nom/voc/acc comp dual νηπτικωτέρᾱ , νηπτικός sober fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπτικωτέραν — νηπτικωτέρᾱν , νηπτικός sober fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»