-
1 νηπτικος
-
2 νηπτικός
νηπτικός, -ή, -όтрезвенный, бдительный, находящийся в состоянии трезвения, молитвы;ΦΡ.νηπτική θεολογία — богословие трезвения – мистическое направление в Православном богословии, согласно которому общение с Богом достигается путем непрестанной молитвы, духовного бодрствования, постоянной аскезы и искреннего покаяния;νηπτικοί πατέρες / θεολόγοι οι — монахи / богословы, следующие мистическому пути духовного трезвенияЭтим.< νήπτης «бодрствующий» < дргр. νήφω «быть бдительным» -
3 θεολογία
θεολογία ηбогословие, теология – учение о Боге и Церкви:σπουδάζω θεολογία — изучать богословие;
ΦΡ.μυσταγωγική θεολογία — мистическое богословие, см. μυσταγωγικόςδογματική θεολογία — догматическое богословие, см. Δογματικήσυστηματική θεολογία — системное богословие – богословская наука, основывающаяся на системном анализе христианской веры и состоящая из догматики, истории догматики, сравнительного богословия, апологетики -
4 θεολόγος
θεολόγος (ο / η)богослов –1) человек, толкующий Слово Божие:Γρηγόριος ο θεολόγος — святой Григорий Богослов;
2) ученый, занимающийся богословием:χριστιανός / ορθόδοξος / καθολικός / προτεστάντης θεολόγος — христианский / православный / католический / протестантский богослов;
ΦΡ. -
5 μυστικός
μυστικός οмонах-исихаст, мистик, см. νηπτικός
См. также в других словарях:
νηπτικός — ή, ό (Α νηπτικός, ή, όν) [νήπτης] αυτός που απέχει από την οινοποσία, νηφάλιος, σώφρων, συνετός νεοελλ. φρ. α) «νηπτική θεολογία κίνηση και τάση τής ορθόδοξης χριστιανικής θεολογίας και ασκητικής εμπειρίας, πνευματικό περιεχόμενο τής οποίας είναι … Dictionary of Greek
νηπτικόν — νηπτικός sober masc acc sg νηπτικός sober neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπτικωτάτην — νηπτικός sober fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπτικωτέροις — νηπτικός sober masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπτικῶς — νηπτικός sober adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπτικῷ — νηπτικός sober masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπτικωτέρα — νηπτικωτέρᾱ , νηπτικός sober fem nom/voc/acc comp dual νηπτικωτέρᾱ , νηπτικός sober fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπτικωτέραν — νηπτικωτέρᾱν , νηπτικός sober fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)