-
1 ναός
[наос] ουσ. а. храм, церковь.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ναός
-
2 собор
-
3 храм
-
4 храм
храмм прям., перен ὁ ναός:\храм иау́ки ὁ ναός τής ἐπιστήμης. -
5 собор
-а α.1. (προεπαν.) συνέλευση, σύνοδος (διοικητικών στελεχών).2. (εκκλσ.) σύνοδος•вселенский собор οικουμενική σύνοδος.
3. ναός μητροπολιτικός•кафедральный собор καθεδρικός (μητροπολιτικός) ναός.
-
6 храм
-а α.ο ναός. || μτφ. τόπος, κτίριο όπου ασκείται υψηλή λειτουργία•храм науки ο ναός της επιστήμης.
-
7 собор
1. (храм) о (καθεδρικός) ναός 2. (собрание высшего христианского духовенства) η σύνοδος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > собор
-
8 храм
ο ναός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > храм
-
9 кафедральный
кафедральныйприл καθεδρικός:\кафедральный собор ὁ καθεδρικός ναός. -
10 костел
костелм ὁ καθολικός ναός (στή Πολωνία). -
11 собор
соборм1. (церковь) ὁ μητροπολιτικός (или ὁ καθεδρικός) ναός·2. (собрание духовенства) ἡ σύνοδος:вселенский \собор ἡ οἰκουμενική σύνοδος. -
12 костёл
[καστιόλ] ουσ. α. καθολικός ναός -
13 костёл
[καστιόλ] ουσ. α. καθολικός ναός -
14 собор
[σαμπόρ] ουσ. α. ναός -
15 храм
[χράμ] ουσ. α ναός -
16 костёл
[καστιόλ] ουσ α καθολικός ναός -
17 костёл
[καστιόλ] ουσ α καθολικός ναός -
18 собор
[σαμπόρ] ουσ α ναός -
19 храм
[χράμ] ουσ α ναός -
20 божий
-ья, -ье, επ.θεϊκός, του θεού•-ья воля θεού θέληση•
божий храм ο ναός (οίκος) του θεού.
εκφρ.- ья корова – α) ιάραβος, πασχαλιά (έντομο), β) ευλογημένος, ήσυχος, βολικός•каждый божий день – κάθε μέρα του θεού, καθημερινά•ясно как божий день – πεντακάθαρα, ολοκάθαρα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ναός — 2 Ma. masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
ναός — ο 1. κτίριο αφιερωμένο στη λατρεία θεού: Ναός της Αθηνάς. 2. αίθουσα συνεδριάσεων των τεκτόνων, αλλ. εργαστήρι. 3. μτφ., τόπος όπου ασκείται υψηλό λειτούργημα ή καλύπτεται πολύτιμο είδος: Ναός της Θέμιδας (δικαστήριο). – Ναός της ζωής (έγκυα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναός — νᾱός , ναός 2 Ma. masc nom sg νᾱός , ναῦς ship fem gen sg (doric) ναῦς ship fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιπρόστυλος ναός — Αρχαίος ελληνικός ναός που έχει κολόνες μπροστά και πίσω στις δύο στενότερες πλευρές του, όπως o Παρθενώνας και o ναός της Απτέρου Νίκης … Dictionary of Greek
Νικολάου Ορφανού, ναός του αγίου- — Βλ. λ. Θεσσαλονίκη … Dictionary of Greek
Ερέχθειο — Ναός στην Ακρόπολη της Αθήνας, ο σημαντικότερος ναός ιωνικού ρυθμού των κλασικών χρόνων που σώζεται έως σήμερα και συγχρόνως μοναδικό παράδειγμα αρχιτεκτονικής σύνθεσης αρχαίου ελληνικού ναού. Η λατρεία στο ίδιο κτίριο περισσότερων θεοτήτων –που… … Dictionary of Greek
καπνικαρέα — Ναός της μεσοβυζαντινής περιόδου, αφιερωμένος στα Εισόδια της Θεοτόκου. Βρίσκεται επί της οδού Ερμού, στο κέντρο της Αθήνας. Είναι ναός εγγεγραμμένος σταυροειδής με τρούλο, με πρόσθετα κτίσματα το επίσης τρουλαίο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας στα … Dictionary of Greek
Πιταρέτι — Ναός του 13ου αι., στη Γεωργίας. Πρόκειται για ένα από τα ωραιότερα δείγματα της μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής. Το κτίριο έχει ορθογωνική κάτοψη με ένα θόλο που υποβαστάζεται από δύο αυτοφερόμενα υποστυλώματα και από τοξοειδείς προεξοχές. Στη νότια… … Dictionary of Greek
Наос — (ναός, т. е. корабль) центральное помещение в древнегреческих храмах, святилище, в котором стояли статуи богов (см. Древнегреческое искусство). Слово Н. доныне употребляется для обозначения продолговатой части внутри православных церквей,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона