-
1 μύστης
μύστης, ὁ, der in die Mysterien Eingeweih'te; τὰ μυστῶν ὄργι' εὐτύχησ' ἰδών, Eur. Herc. F. 613; χορός, Ar. Ran. 363; μυστῶν κήρυξ, Xen. Hell. 2, 4, 20; auch Bacchus selbst heißt so, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 13). – Bei Sp. auch = μυσταγωγός, z. B. Ep. ad. 517 (IX, 540); Mel. 64 (V, 191) sagt von sich Κύπρι, – ὁ μύστης τῶν κώμων. S. Lob. Aglaoph. 29.
-
2 μύστης
A one initiated, Heraclit.14, AP9.147 (Antag. or Simon.), Arist.Ath.56.4, etc.;τοῖς μύστησιν καὶ τοῖς ἐπόπτῃσιν IG12.6.49
;ὁ τῶν μ. κῆρυξ X.HG2.4.20
;τὰ μυστῶν ὄργια E.HF 613
: c.gen.,Διὸς Ἰδαίου μύστης Id.Fr.472.10
(anap.), cf. IG3.700; (Mel.);μ. ἀποκρύφων Vett.Val. 7.30
, al.: as Adj.,μ. χοροί Ar.Ra. 370
;μ. λύχνος AP7.219
(Pomp. Jun.).2 a name of Dionysus, Paus.8.54.5; of Apollo, Artem. 2.70. -
3 μυστης
I1) мистерийный, исполняемый посвященными в священные таинства(χοροί Arph.)
2) перен. посвященный в (любовные) тайны(λύχνος Anth.)
II- ου ὅ посвященный в таинства, участник мистерий, мист(τὰ μυστῶν ὄργια Eur.)
-
4 μύστης
μύστηςone initiated: masc nom sg -
5 μύστης
μύστης, ὁ, der in die Mysterien Eingeweihte; auch Bacchus selbst -
6 μύστης
ο1) священнослужитель; 2) большой знаток; большой специалист в какой-л. области -
7 μύστης
-ου ὁ N 1 0-0-0-0-1=1 Wis 12,5 -
8 πρωτο-μύστης
πρωτο-μύστης, ὁ, der zuerst od. der erst eben Eingeweihte, Ach. Tat. 3, 22.
-
9 πατρο-μύστης
πατρο-μύστης, ὁ, ein Ehrenamt bei der asiatischen Musikgesellschaft, pater mystarum Bacchi, Inscr.
-
10 πορνο-μύστης
πορνο-μύστης, ὁ, Hureneinweiher, Sp.
-
11 συμ-μύστης
συμ-μύστης, ὁ, der Miteingeweihte, Plut.
-
12 χριστο-μύστης
χριστο-μύστης, ὁ, der in Christus Lehre Eingeweihete, K. S.
-
13 κρυφιο-μύστης
κρυφιο-μύστης, ὁ, der Geheimnisse lehrt, Dion. Areop.
-
14 ἱερο-μύστης
ἱερο-μύστης, ὁ, der in die Mysterien einweiht, Phot. lex.
-
15 μύσται
μύστηςone initiated: masc nom /voc plμύστᾱͅ, μύστηςone initiated: masc dat sg (doric aeolic) -
16 μύστηις
μύστῃς, μύστηςone initiated: masc dat pl (epic) -
17 μύσταις
μύστηςone initiated: masc dat pl -
18 μύσταισι
μύστηςone initiated: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
19 μύσταισιν
μύστηςone initiated: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
20 μύστην
μύστηςone initiated: masc acc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
μύστης — one initiated masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύστης — ο (ΑΜ μύστης, θηλ. μύστις, ιδος) αυτός που διδάχθηκε την έννοια τών μυστηριακών συμβόλων και τελετουργιών, μυημένος, κατηχημένος, ιεροφάντης νεοελλ. άτομο που κατέχει πλήρως και είναι αφοσιωμένο σε μία επιστήμη ή τέχνη μσν. 1. έμπιστο πρόσωπο,… … Dictionary of Greek
μύστης — ο 1. αυτός που μυήθηκε σε μυστήριο ή μυστική τελετουργία, που κατηχήθηκε σε κάτι, ο μυημένος. 2. μτφ., αυτός που κατέχει τέλεια μια επιστήμη ή τέχνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μύσται — μύστης one initiated masc nom/voc pl μύστᾱͅ , μύστης one initiated masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύστηις — μύστῃς , μύστης one initiated masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυστῶν — μύστης one initiated masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύσταις — μύστης one initiated masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύσταισι — μύστης one initiated masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύσταισιν — μύστης one initiated masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύστην — μύστης one initiated masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύστου — μύστης one initiated masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)