-
1 μύθευμα
-
2 μυθευμα
-
3 μύθευμα
μύθευμαstory: neut nom /voc /acc sg -
4 μύθευμα
μύθευμα, τό, das Gesagte, Erzählte -
5 μύθευμα
μύθευμα, ατος, τό (μῦθος; Aristot., Poet. 24; Plut., Mar. 411 [11, 10], Mor. p. 28d; Philostrat., Vi. Apoll. 8, 11 p. 327, 29) story, fable of the kind found, e.g., in etiological accounts, tribal and folk sagas w. ἑτεροδοξίαι: μυθεύματα τὰ παλαιά the old fables in reference to some Judean traditions IMg 8:1. -
6 μύθευμα
το басня, вымысел, выдумка; небылица ч -
7 μύθευμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μύθευμα
-
8 μύθευμα
söylenti, uyduruk öykü -
9 μυθευμάτων
μύθευμαstory: neut gen pl -
10 μυθεύμασι
μύθευμαstory: neut dat pl -
11 μυθεύμασιν
μύθευμαstory: neut dat pl -
12 μυθεύματα
μύθευμαstory: neut nom /voc /acc pl -
13 μυθεύματος
μύθευμαstory: neut gen sg -
14 выдумка
выдум||каж1. (вымысел) ἡ ἐπινόηση, τό μύθευμα·2. (изобретение, идея) ἡ ἐφεύρεση [-ις], τό τέχνασμα. -
15 вымысел
вымыселм ἡ ἐπινόηση, τό μύθευμα, τό πλάσμα τῆς φαντασίας/ τό ψέμα, ἡ ψευτιά (ложь):поэтический \вымысел ἡ ποιητική φαντασία. -
16 небылица
небыли́ц||аж τό μύθευμα, τό παραμύθι, ἡ τερατολογία:рассказывать \небылицаы λέγω μυθεύματα, διηγούμαι παραμύθια. -
17 fabrication
1) (a lie: Your account of the accident was a complete fabrication.) κατασκεύασμα,μύθευμα2) (the act of fabricating.) κατασκευή -
18 басня
-и, γεν. πλθ. сен, δοτ. -сням θ.1. παραμύθι, μύθος.2. επινόηση, μύθευμα, τερατολογία. || πλθ. -и αερολογίες, φλυαρίες.εκφρ.стать (сделать(ся) -ей – παλ. κουτσομπολεύομαι, γίνομαι αντικείμενο σχολίων, σχολιάζομαι. -
19 небылица
-ы θ.τερατολογία• μύθευμα, μύθος, παραμύθι επινόηση• αποκύημα (δημιούρ-μα) φαντασίας. -
20 побасёнка
-и θ.διηγηματάκι διδακτικό ή ανεκδοτικού χαρακτήρα. || επινόημα, παραμύθι, μύθευμα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μύθευμα — story neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύθευμα — το (Α μύθευμα) [μυθεύω] νεοελλ. πλαστή διήγηση, ψευδής ιστορία («μην τόν πιστεύεις, ό,τι κι αν λέει είναι μυθεύματα») αρχ. 1. μύθος 2. πλοκή θεατρικού έργου … Dictionary of Greek
μύθευμα — το φανταστική ιστορία, επινοημένη διήγηση: Τα άρθρα που αφορούν την προσωπική ζωή του διάσημου ηθοποιού είναι μυθεύματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μυθευμάτων — μύθευμα story neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυθεύμασι — μύθευμα story neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυθεύμασιν — μύθευμα story neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυθεύματα — μύθευμα story neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυθεύματος — μύθευμα story neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύρεση — η (ΑΜ εὐρεσις) [ευρίσκω] 1. το να βρίσκει, να ανακαλύπτει κάποιος μετά από έρευνα και αναζήτηση ή τυχαία κάτι (α. «η εύρεση τών καταζητουμένων» β. «η εύρεση δέματος με χρήματα» γ. «η εύρεση τού σφάλματος») 2. επισήμανση ή ανεύρεση, μετά από… … Dictionary of Greek
μυθιστόρημα — Λογοτεχνικό είδος που προϋποθέτει μια αφήγηση γεγονότων, σε πεζό λόγο, διαρθρωμένων γύρω από μια «πλοκή» ή γύρω από ένα ή περισσότερα πρόσωπα, με ιστορικό ή φανταστικό φόντο. Ένας ακριβής ορισμός του μ. παραμένει ωστόσο μάλλον δυσχερής, γιατί με… … Dictionary of Greek
μυθολογώ — (ΑΜ μυθολογῶ έω) [μυθολόγος] διηγούμαι μυθώδεις ιστορίες, μύθους νεοελλ. ασχολούμαι επιστημονικά με τη μυθολογία, είμαι μυθολόγος (μσν. αρχ.) μιλώ πολύ και άσκοπα, απεραντολογώ, φλυαρώ («καὶ μυθολογεῑν περὶ τῆς ἀποδημίας τῆς ἐκεῑ», Πλάτ.). αρχ. 1 … Dictionary of Greek