1 μονορχις
(σῦς Plut.)
Древнегреческо-русский словарь > μονορχις
κόψορχις — κόψορχις, όρχιδος, ὁ (Μ) ευνούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόψ(ο) * + ὄρχις (πρβλ. κρύψ ορχις, μόν ορχις)] … Dictionary of Greek
μόνορχις — ο (ΑΜ μόνορχις, εως) αυτός που έχει μόνο έναν όρχι, μονάρχιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ὄρχις (πρβλ. τρί ορχις)] … Dictionary of Greek