Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μέσσαυλος

См. также в других словарях:

  • μέσσαυλος — μέσσαυλος, ον (Α) (επικ. τ.) βλ. μέσαυλος …   Dictionary of Greek

  • μέσσαυλος — μέσαυλος the inner court masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέσαυλος — μέσαυλος, ον (ΑM, Α επικ. τ. μέσσαυλος, ον, αττ. τ. μέταυλος, ον) το θηλ. ως ουσ. ἡ μέταυλος (ενν. θύρα) πόρτα μεταξύ τής αυλής και τού εσωτερικού τμήματος τού σπιτιού η οποία οδηγούσε από την αυλή προς τα δωμάτια τών γυναικών ή πολύ συχνά μέσω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»