-
1 μέγεθος
μέγεθος, τό (μέγας), ion. μέγαϑος, Her., die Größe, körperlich u. geistig; bei Hom. von hohem Wuchs der Männer u. Frauen, stattliche Leibesgröße, mit εἶδος vrbdn, Od. 5, 217. 6, 152; μεγέϑει τι τῶν νῦν εὐπρεπεστάτα πολύ, Aesch. Pers. 180; auch μέγεϑος πῶν πόνων, Eur. Hel. 599; πόλεως, Andr. 196; μ. λαμβάνειν, heranwachsen, Xen. Cyr. 1, 4, 3; μέγεϑος τοῦ στόλου, Plat. Legg. III, 698 b; καὶ πλῆϑος, V, 733 b; ῥώμη, Rep. VI, 488 a; auch im plur., μεγέϑεσι κάλλεσί τε ἔργων, Critia. 115 d; Her. sagt μεγάϑεϊ μέγας, σμικρός, 1, 51. 4, 52; häufig steht μέγεϑος absolut, was die Größe anbetrifft, an Größe, 1, 98. 2, 44. 73; auch im plur., εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλοι ποταμοὶ οὐ. κατὰ τὸν Νεῖλον ἐόντες μεγάϑεα, 2, 10; ὅσην δεῖ τὸ μέγεϑος τὴν πόλιν ποιεῖσϑαι, Plat. Rep. IV, 423 b; ϑαυμαστὸς ἐφάνη τό τε μέγεϑος καὶ τὸ κάλλος, Charmid. 154 c, u. so bei den Folgdn; seltener μεγέϑει μεγίστη πόλις, Luc. hist. conscr. 31.
-
2 μέγεθος
μέγεθος, ους, τό (s. μέγας; Hom.+)① quality of exceeding a standard involving physical magnitude, size, lit. (Appian, Bell. Civ. 1, 50 §219 ἀνὴρ μεγέθει μέγας; Heraclid. Crit. 23 [p. 82, 14 Pfister]; μεγάλη τῷ μεγέθει: Ps.-Dicaearch. p. 145 ln. 5 F.; Did., Gen. 35, 10) ὑψηλὸς τῷ μεγέθει very tall indeed Hs 9, 6, 1. τὰ μεγέθη [τῶν θηρίων] the enormous size of the beasts AcPl Ha 1, 34.② quality of exceeding a standard of excellence, greatness: τὸ τῆς χαρᾶς μ.=the great joy AcPl Ha 6, 9f. Of God (ins in CB I/2, 700 no. 635, 4 τὸ μέγεθος τ. θεοῦ; Philo, Spec. Leg. 1, 293 τὸ τ. θεοῦ μ.; Ath. 22, 7 τοῦ μ. τοῦ θεοῦ. Divine hypostases Hippol., Ref. 5, 8, 3; 10, 10, 2) τί τὸ ὑπερβάλλον μέγεθος τ. δυνάμεως αὐτοῦ how surpassingly great (God’s) power Eph 1:19 (cp. Philo, Op. M. 23, end τὸ μ. [τῶν δυνάμεων θεοῦ]; see also New Docs 4, 107). ἐν μεγέθει IEph ins, to be sure, does not belong grammatically w. θεοῦ, which rather goes w. πληρώματι foll.; nevertheless it describes the nature of God. τὸ μ. τῆς μαρτυρίας the greatness of his martyrdom MPol 17:1 (cp. τῆς γνώσεως Iren. 1, 13, 6 [Harv. I, 123, 3]; Did., Gen. 115, 2). ἀπολαμβάνειν τὸ ἴδιον μ. recover their proper greatness, of a congregation ISm 11:2. μεγέθους ἐστὶν ὁ Χριστιανισμός Christianity is (truly) great IRo 3:3.—DELG s.v. μέγας. M-M. TW. Spicq. -
3 μέγεθος
μέγεθος, [dialect] Ion. (not Hp.) [full] μέγᾰθος Hdt. (v. infr.), also Philox.2.19, εος, τό: ([etym.] μέγας):—A greatness, magnitude, opp. πλῆθος, Anaxag.1, etc.;πλῆθος μὲν.. ἐὰν ἀριθμητὸν ᾖ, μ. δὲ ἐὰν μετρητὸν ᾖ Arist.Metaph. 1020a9
.I in Hom. always stature, of men and women, , cf. 6.152;ἐς μ. καὶ κάλλος ὁρώμενος 18.219
, cf. Pl.Chrm. 154c;θηλειῶν ἀρετὴ σώματος κάλλος καὶ μ. Arist.Rh. 1361a7
: then, generally, size,μύρμηκες μεγάθεα ἔχοντες κυνῶν ἐλάσσονα Hdt.3.102
;μ. λαβεῖν X.Cyr.1.4.3
;ἡ ἐπίδοσις εἰς τὸ μ. Arist.HA 560a20
; of sound, loudness,βοῆς μ. Th.4.126
: acc. as Adv., λίθου λάμποντος μέγαθος, = μεγάλως, Hdt.2.44; but usu., in size,τεῖχος κατὰ τὸν Ἀθηνέων κύκλον.. τὸ μ. Id.1.98
; [δένδρεον] μέγαθος κατὰ συκέην μάλιστά κῃ Id.4.23
;ὅσην δεῖ τὸ μ. τὴν πόλιν ποιεῖσθαι Pl.R. 423b
: also in pl., , cf. 1.202;σμικροὶ τὰ μεγάθεα Id.3.107
;κυαμιαῖοι τὰ μ. Luc.Herm.40
;μεγέθη ἔργων καὶ διαθέσεων Epicur.Nat.43
G.2 freq. in dat., μεγέθει.. ἐκπρεπεστάτη in stature, A.Pers. 184;ἀνθρώπους μεγέθει μεγίστους καὶ ἥκιστα διαφόρους ἐς.. τὰ μεγέθεα Hp.
Aër. 12; πλήθεϊ μέγιστον καὶ μεγάθεϊ ὑψηλότατον, of a mountain, Hdt.1.203; κρητῆρες μεγάθεϊ μεγάλοι ib.51;μεγάθεϊ μέγιστος Id.7.117
;μ. περιμήκεας Id.2.108
; σμικρός ib.74;ἐλάττω τῷ μ. Arist.HA 560b5
.II of quality and degree, greatness, magnitude, ;τῆς παρανομίας Th.6.15
;τῆς ζημίας Lys.1.3
;τῆς κολάσεως Pl. Lg. 934b
; importance,μ. ἐχούσας πράξεις D.H.Isoc.6
.4 Rhet., loftiness, sublimity,μ. περιτιθέναι τοῖς πράγμασιν D.H.Comp. 17
, cf. Demetr.Eloc.5, Hermog.Id.1.5, etc.;λόγων μ. Longin.4.1
, al.: in pl., sublime objects, Id.9.1, al.III Math., magnitude, Gorg.3;μ. ἔχειν Pl.Ti. 57d
, cf. Iamb.Comm.Math.3, etc.; extension, Plot.2.4.11: in pl., magnitudes, Pl.Prt. 356c;τὰ μ. τὰ γεγραμμένα IG7.3073.102
(Lebad.).2 Astron., magnitude, of stars, Cleom. 1.11, Ptol.Alm.7 passim.IV Gramm., metrical length,τὸ μέγιστον μ. τρίχρονον A.D.Synt.133.26
, cf. EM419.50.2 τὰ ἐν τῷ μέτρῳ μ. the recognized lengths of lines in a metre, Heph.12.3.V τὸ μ. τινός, as title, his Highness, POxy.2107.8 (iii A. D.);τὸ σὸν μ. Cod.Just.8.10.12.1a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέγεθος
-
4 μεγεθος
ион. μέγᾰθος - εος τό1) величина, размер(ы)πλῆθος μὲν ποσόν τι ἂν ἀριθμητὸν ᾖ, μ. δὲ ἂν μετρητὸν ᾖ Arst. — множество есть количество счисляемое, величина - то, что измеримо;
μεγάθεϊ σμικρός Her. — малый по размерам;μ. λαμβάνειν Xen. — увеличиваться, расти2) высота3) высокий рост, статность(εἶδος μ. τε Hom.; θαυμαστὸς τό τε μ. καὴ τὸ κάλλος Plat.)
4) степень, мера, уровень, сила(πόνων Eur.; τῆς παρανομίας Thuc.; τῆς ζημίας Lys.)
βοῆς μ. Thuc. — оглушительный крик5) размах, масштаб(τοῦ στόλου Plat.)
6) величие, могущество (sc. τοῦ δαίμονος Eur.)7) духовное величие, высокий дух(τοῦ ἀνδρός, sc. Διογένους Plut.)
-
5 μέγεθος
μέγεθοςgreatness: neut nom /voc /acc sg -
6 μέγεθος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μέγεθος
-
7 μέγεθος
-
8 μέγεθος
τὸ μέγεθος, ους величина -
9 μέγεθος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μέγεθος
-
10 μέγεθος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μέγεθος
-
11 μέγεθος
τό1) размер, величина (тж. перен.); αστήρ α' -
12 μέγεθος
величие, могущество.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μέγεθος
-
13 μέγεθος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μέγεθος
-
14 μέγεθος
-
15 μέγεθος
-ους + τό N 3 1-4-7-1-5=18 Ex 15,16; 1 Sm 16,7; 1 Kgs 6,23; 7,21 (35); 2 Kgs 19,23 -
16 μέγεθος
[мэгэтос] ουσ ο величина, размер. -
17 μέγεθος
1) ampleur2) calibrage3) calibre4) pointure5) taille -
18 μέγεθος
1) numer (m) rzecz.2) rozmiar (m) rzecz.3) wielkość (f) rzecz. -
19 μέγεθος
1) číslo2) rozsah3) velikost4) vzrůst -
20 μέγεθος
sizeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μέγεθος
См. также в других словарях:
μέγεθος — greatness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέγεθος — I (Αστρον.). Μέτρο της σχετικής λαμπρότητας των αστέρων και άλλων ουρανίων σωμάτων. Σήμερα, έχει πλέον επεκταθεί για να περιλάβει τα μέτρα των σχετικών εντάσεων ακτινοβολίας από σώματα όπως οι πηγές υπέρυθρης ακτινοβολίας. Όσο φωτεινότερο είναι… … Dictionary of Greek
μέγεθος — το ους, η έκταση ή ο όγκος κάποιου πράγματος (ύψος, πλάτος, μήκος, πλήθος, σπουδαιότητα κτλ.): Το μέγεθος του οικοπέδου. – Το μέγεθος της συμφοράς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαθμωτό μέγεθος — Όρος της φυσικής που σημαίνει ένα μέγεθος το οποίο καθορίζεται πλήρως από την αριθμητική τιμή του και από τη χρησιμοποιούμενη μονάδα μέτρησης. Ο όρος χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με τον όρο διανυσματικό μέγεθος. Παραδείγματα β.μ. είναι η μάζα … Dictionary of Greek
ενθαλπία — Μέγεθος που καθορίζει την ενέργεια που προκύπτει από την κατάσταση ενός συστήματος και δίνεται από την εξίσωση Η = U + PV, όπου Η η ε., U η εσωτερική ενέργεια του συστήματος, Ρ η πίεση και V ο όγκος. Η ε. ενός συστήματος εξαρτάται από πολλούς… … Dictionary of Greek
μεγέθει — μέγεθος greatness neut nom/voc/acc dual (attic epic) μεγέθεϊ , μέγεθος greatness neut dat sg (epic ionic) μέγεθος greatness neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγέθη — μέγεθος greatness neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μέγεθος greatness neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπυλότητα — Μέγεθος που χαρακτηρίζει την απόκλιση μιας καμπύλης ή επιφάνειας από την ευθεία γραμμή ή το επίπεδο. κ. πεδίου ειδώλου. Μία από τις παρεκκλίσεις των οπτικών συστημάτων. Γενικά, ένα επίπεδο αντικείμενο κάθετο στον άξονα ενός οπτικού συστήματος δεν … Dictionary of Greek
ημίτονο — Μέγεθος της τριγωνομετρικής συνάρτησης, σύμφωνα με το οποίο θεωρούμε στο επίπεδο ένα ορθοκανονικό σύστημα συντεταγμένων xOy και την περιφέρεια αυτού του επιπέδου με κέντρο το Ο και ακτίνα l. Έστω τώρα x ένας πραγματικός αριθμός· o x μπορεί… … Dictionary of Greek
μεγεθέων — μέγεθος greatness neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγεθῶν — μέγεθος greatness neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)