-
1 μονο-
-
2 μόνο(ν)
επίρρ.1) только, лишь;έλα, μόνο(ν) μην αργείς — приходи, только не опаздывай;
μόνο(ν) μιά φορά — только один раз;
μόνο(ν) εδώ — только здесь;
είμαστε μόν' τρείς — нас было только трое;
μόνο(ν) γιά το χατήρι σας — только из уважения к вам;
έπρεπε μόνο(ν) να μού το πεί — он должен был только сказать мне
об этом;ήρθα μόνο(ν) και μόνο(ν) γιά να ιδώ... — я приехал только для того, чтобы посмотреть...;
τόλμησε μόν! — только посмей!;
2) только, но, однако;σε πιστεύω, μόν δεν μπορώ να κάνω τίποτα — я тебе верю, только ничего не могу сделать;
μόνο πού — но только, единственно;
μόνο πού δεν είμαι έτοιμος — только я ещё не готов;
μβς δέχθηκε πολύ άσχημα, μόνο πού δε μας έδιωξε — он нас принял очень плохо, только что не выгнал;
§ μόνο(ν) καί μόνο(ν) — или αποκλειστικά και μόνο(ν) — исключительно, единственно;
όχι μόν... αλλά... — не только..., но (и)...
-
3 μόνο(ν)
επίρρ.1) только, лишь;έλα, μόνο(ν) μην αργείς — приходи, только не опаздывай;
μόνο(ν) μιά φορά — только один раз;
μόνο(ν) εδώ — только здесь;
είμαστε μόν' τρείς — нас было только трое;
μόνο(ν) γιά το χατήρι σας — только из уважения к вам;
έπρεπε μόνο(ν) να μού το πεί — он должен был только сказать мне
об этом;ήρθα μόνο(ν) και μόνο(ν) γιά να ιδώ... — я приехал только для того, чтобы посмотреть...;
τόλμησε μόν! — только посмей!;
2) только, но, однако;σε πιστεύω, μόν δεν μπορώ να κάνω τίποτα — я тебе верю, только ничего не могу сделать;
μόνο πού — но только, единственно;
μόνο πού δεν είμαι έτοιμος — только я ещё не готов;
μβς δέχθηκε πολύ άσχημα, μόνο πού δε μας έδιωξε — он нас принял очень плохо, только что не выгнал;
§ μόνο(ν) καί μόνο(ν) — или αποκλειστικά και μόνο(ν) — исключительно, единственно;
όχι μόν... αλλά... — не только..., но (и)...
-
4 μόνο
[моно] εκίρ. только, лишь,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μόνο
-
5 μόνο
[моно] επίρ только, лишь. -
6 γλυκολέ(ϊ)μονο
το сладкий лимон (плод) -
7 γλυκολέ(ϊ)μονο
το сладкий лимон (плод) -
8 κιτρολέ(ϊ)μονο
το лимон (один из сортов) -
9 κιτρολέ(ϊ)μονο
το лимон (один из сортов) -
10 Όταν φύγουν οι φίλοι και τα λεφτά, μόνο η μόρφωση σε σώζει
• Наука верней золотой порукиИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όταν φύγουν οι φίλοι και τα λεφτά, μόνο η μόρφωση σε σώζει
-
11 Να' χαμε να τρώγαμε και ρούχα να φορούμε, δουλειά να μην εκάναμε, μόνο να τραγουδούμε
• Голова болит – мигрень, работать лень, а поесть охотаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Να' χαμε να τρώγαμε και ρούχα να φορούμε, δουλειά να μην εκάναμε, μόνο να τραγουδούμε
-
12 μονοβαμων
(μέτρον Anth.)
-
13 μονογενεια
-
14 μονογενης
ион. μουνογενής 21) единородный, единственный(παῖς Her.; τέκνον Aesch.; θυγάτηρ Plat.)
2) грам. имеющий одну лишь родовую форму (напр. ἐγώ) -
15 μονογληνος
-
16 μονοδακτυλος
-
17 μονοδερκτης
-
18 μονοδουπος
-
19 μονοδροπος
-
20 μονοειδεια
ἥ1) единообразие, однородность (sc. φθόγγου Sext.)2) своеобразие, особенность (sc. τοῦ τρόπου Sext.)
См. также в других словарях:
μόνο — επίρρ. τροπ., αλλά, όμως, ωστόσο, μονάχα: Παίξε στην αυλή, μόνο πρόσεξε να μη λερωθείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μονο- — α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β συνθετικό γίνεται μια φορά ή είναι ένα: Μονοετής, μονόφθαλμος, μονοκατοικία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κιτρολέ(ι)μονο — το ο καρπός τής κιτρολε(ϊ)μονιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίτρο + λέ(ι)μονο (< λε(ϊ)μόνι), πρβλ. γλυκο λέ(ι)μονο, ξυνο λέ(ι)μονο] … Dictionary of Greek
βαρυφαίνομαι — (μόνο στο γ πρόσ.) φαίνεται βαρύ, δυσάρεστο … Dictionary of Greek
δαμαλουρικό — μόνο στη φράση «δαμαλουρικό οξύ» οξύ μείγμα που αποχωρίζεται από τα ούρα των αγελάδων … Dictionary of Greek
αγωνιώ — (μόνο στον ενεργ. ενεστ. και πρτ.), κατέχομαι από αγωνία, ανησυχώ πολύ: Αγωνιά για να μάθει τα αποτελέσματα των εξετάσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδυνατώ — (μόνο στον ενεστ. και τον πρτ.), δεν μπορώ να κάνω κάτι, είμαι ανίκανος για κάτι: Μια τέτοια πράξη αδυνατώ να την κάνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμπελουργώ — (μόνο ενεστ. και πρτ.), αμτβ., καλλιεργώ αμπέλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναλογώ — (μόνο στον ενεστ. και πρτ.), έχω αναλογία, ομοιότητα προς κάτι άλλο: Να πληρώσει κι αυτός ό,τι του αναλογεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανοηταίνω — (μόνο στον ενεστ. και πρτ.), είμαι ανόητος, λέγω ή κάνω ανοησίες: Πάψε πια να ανοηταίνεις, μεγάλωσες! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αξίζω — μόνο στον ενεστ. και πρτ. 1. έχω αξία σε χρήμα: Το αυτοκίνητο αυτό δεν αξίζει πολλά πράγματα. 2. έχω ικανότητες, είμαι άξιος: Στις εξετάσεις για υποτροφία έδειξε τι άξιζε. 3. ανταποκρίνομαι επάξια σε κάτι, μου πρέπει: Την άξιζε αυτή τη θέση. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)