-
1 μυτερός
[митэрос] εκ. острый, заостренный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μυτερός
-
2 острый
острый 1) μυτερός· κοφτερός· \острый нож το κοφτερό μαχαίρι 2) (о пище) οξύς· καυτερός· πιπεράτος (тж. перен.)' \острый сыр το πιπεράτο τυρί ◇ \острыйая боль о δυνατός (или οξύς) πόνος* * *1) μυτερός; κοφτερόςо́стрый нож — το κοφτερό μαχαίρι
2) ( о пище) οξύς; καυτερός; πιπεράτος (тж. перен.)о́стрый сыр — το πιπεράτο τυρί
••о́страя боль — ο δυνατός ( или οξύς) πόνος
-
3 заостренный
заостренный1. прич. от заострить·2. прил μυτερός, ὁξύς, σουβλερός. -
4 заостриться
заострить||сяγίνομαι μυτερός, ὀξύνομαι. -
5 остроконечный
остроконечныйприл μυτερός, ὀξύς, σουβλερός. -
6 острый
о́стр||ыйприл ὀξύς, μυτερός, κοφτερός, αἰχμηρός / ἀκονισμένος (отточенный):\острыйые ка́мии οἱ μυτερές πέτρες· \острыйые когти τά γαμψά νύχια·2. перен (о зрении и т. ἡ.) ὀξύς:\острый слух ἡ ὀξεία ἀκοή· \острый ум τό ἀκονισμένο μυαλό·3. (на вкус \острый о блюде и т. п.) ὀξύς, δριμύς, δυνατός/ καυτερός, τσουχτερός (едкий)·4. (колкий, язвительный) δηκτικός, τσουχτερός:\острый на язык ἀνθρωπος μέ τσουχτερή γλωσσά· \острыйое словцо́ ἡ τσουχτερή κουβέντα· \острыйое замечание ἡ δηκτική παρατήρηση·5. (резкий, сильный) δριμύς, δυνατός, ὀξύς:\острыйая боль ὀξύς πόνος·6. (катастрофический, критический):\острый момент ἡ κρίσιμη στιγμή· \острый недостаток ἡ ὀξεία ἀνεπάρκεια, ἡ μεγάλη Ελλειψη· \острыйая проблема τό ὀξύ πρόβλημα· ◊ \острый у́гол мат ἡ ὀξεία γωνία. -
7 заострённый
[ζααστριόννυϊ] επ. μυτερός -
8 остроконечный
[αστρακανιέτσνυϊ] εκ. μυτερός -
9 острый
[όστρυϊ] εκ. μυτερός, οξύς -
10 заострённый
[ζααστριόννυϊ] επ μυτερός -
11 остроконечный
[αστρακανιέτσνυϊ] επ μυτερός -
12 острый
[όστρυϊ] επ μυτερός, οξύς -
13 заострённый
επ. από μτχ.αιχμηρός, μυτερός, σουβλερός, οξύς. -
14 обострённый
επ. από μτχ.1. αιχμηρός, μυτερός.2. οξύς, έντονος, ισχυρός•обострённый слух οξεία ακοή.
3. οξυμένος εχθρικός•-ые отношения οξυμένες σχέσεις.
-
15 остроконечный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно; αιχμηρός, μυτερός, οξύληκτος. -
16 остроносый
επ., βρ: -нос, -а, -оοξύρρινός, σουβλερομύτης. || μυτερός•-ые туфли μυτερά παπούτσια.
-
17 острый
επ., βρ: остр κ. остр, остра, остро.1. αιχμηρός, οξύς, οξύληκτος, μυτερός, σουβλερός κοφτερός, οξύστομος•-ая игла το μυτερό βελόνι•
-ое копь αιχμηρό ακόντιο•
-меч αιχμηρό ξίφος•
острый нож κοφτερό ή αιχμηρό μαχαίρι.
2. ωοειδής•-ое лицо ωοειδές πρόσωπο.
3. μτφ. ισχυρός, έντονος, οξύς•-ое зрение οξεία όραση, οξυωπία•
-ое обояние οξεία όσφρηση•
острый слух οξεία ακοή•
острый ум οξύνοια, ακονισμένο μυαλό.
4. αψύς, δριμύς, τσουχτερός, πικάντικος•острый запах δριμεία οσμή.
|| στυφός•-ая айва στυφό κιδώνι.
5. αρμυρός, ξινός•-ые блюда αρμυρά ή ξινά φαγητά.
|| καυτερός, τσουχτερός•острый перец καυτερό πιπέρι•
-ая горчица καυτερό σινάπι ή μουστάρδα.
6. μτφ. δηκτικός, τσουχτερός•-ое словцо δηκτική λέξη•
у него острый язык ή он остр на язык αυτός έχει φαρμακερή γλώσσα.
7. δυνατός, ισχυρός, σφοδρός, μεγάλος -οβ•желание μεγάλη επιθυμία, μεγάλος πόθος καημός•
-ая тоска μεγάλη θλίψη.
8. (για ασθένειες) οξύς•острый аппендицит οξεία σκωληκοειδίτιδα•
-ая форма ревматизма οξεία μορφή ρευματισμού.
9. μτφ. επίμαχος•острый вопрос επίμαχο ζήτημα.
|| οξυμένος οξύς κρίσιμος•-ое положение οξυμένη κατάσταση•
острый кризис οξεία κρίση•
момент κρίσιμη στιγμή.
ουσ. θ. -ая η οξεία (τόνος λέξεων).εκφρ.острый угол – οξεία γων ία. -
18 узконосый
επ.μυτερός•-ая лодка βάρκα με στενή πρώρη•
-ые туфли μυτερά παπούτσια.
См. также в других словарях:
μυτερός — ή, ό [μύτη] αυτός που απολήγει σε οξύ άκρο, σε αιχμή, αιχμηρός, σουβλερός … Dictionary of Greek
μυτερός — ή, ό αυτός που καταλήγει σε μύτη, σε αιχμή, ο αιχμηρός, ο οξύς: Μυτερό τακούνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άκανος — ἄκανος, ο (Α) 1. είδος αγκαθιού 2. η αγκαθωτή κορφή μερικών καρπών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται ετυμολογικά στη ρίζα *ακ «μυτερός», από όπου με μια σειρά ερρίνων επιθημάτων παρήχθησαν λέξεις, όπως ἄκαινα*, ἀκόνη* ἄκων, ἀκόντιον*, που συνδέονται όλες… … Dictionary of Greek
στίζω — ΝΜΑ 1. προξενώ στίγματα με έγκαυση ή με οξύ όργανο, στιγματίζω, διαστίζω (α. «τόν έστιξε με καυτό σίδερο» β. «τῶν δούλων τὸν πιστότατον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλὴν ἔστιξε», Ηρόδ.) 2. ποικίλλω ένα μέρος τού σώματος με στίγματα, κάνω δερματοστιξία («τὰ… … Dictionary of Greek
φοξός — ή, όν, ΜΑ μυτερός, σουβλερός («αὐτὰρ ὕπερθεν φοξὸς ἔην κεφαλὴν [ὁ Θερσίτης]», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. επίθ. το οποίο εμφανίζει το επίθημα σός τής καθημερινής γλώσσας (πρβλ. καμψός, λοξός, φριξός). Η σύνδεση με τη λ. φάγρος (Ι)*… … Dictionary of Greek
άκαινα — ἄκαινα, η (AM) 1. μυτερό όργανο, βουκέντρα 2. μονάδα μήκους ίση με 10 πόδια μσν. μονάδα για τη μέτρηση εμβαδού ίση με 100 τετραγωνικά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανήκει στην τεχνική ορολογία αρχικά αποτελούσε ειδικό τεχνικό όρο για τη «βουκέντρα» και… … Dictionary of Greek
άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά … Dictionary of Greek
άκαρνα — ἄκαρνα, η (Α) είδος ακάνθης (Θεόφραστος) ή δάφνης (Ησύχιος). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με το ἄκαστος* «σφένδαμνος» (< *άκαρ στος) καθώς και με τα λατ. αcer ris, αρχ. άνω γερμ. ahorn «σφένδαμνος» κ.ά., δηλ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα aker… … Dictionary of Greek
άκατος — Μικρό ταχύπλοο σκάφος, με ή χωρίς κατάστρωμα, που χρησιμοποιείται στα πολεμικά πλοία για τη μεταφορά φορτίων ή ανθρώπων, όταν δεν είναι δυνατή η πρόσδεση των καραβιών στην αποβάθρα. Οι ά. κρεμιούνται με ειδικά ανυψωτικά μηχανήματα περιμετρικά,… … Dictionary of Greek
άκορνα — ἄκορνα, η (Α) το ακανθώδες φυτό Cnicus Acorna. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Παρετυμολογικά συνδέεται με λ. όπως ἄκρος, ἀκή κ.λπ., οι οποίες ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *ακ «οξύς, αιχμηρός, μυτερός, κοφτερός», ενώ το τέρμα ρνα οδηγεί στη σκέψη… … Dictionary of Greek
άκρις — ἄκρις ( ιος), η (Α) (ποιητική λέξη συνήθως στον πληθυντικό) κορυφή όρους ή λόφου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ετυμολογικά η λ. συνδέεται με τη ρίζα *ακ «αιχμηρός, μυτερός, κοφτερός», που προέρχεται πιθ. από επιθηματική επαύξηση τής ρίζας ἄκ ρι ς. Βλ. λήμμα ακ ] … Dictionary of Greek