-
1 μυς
[мис] ουσ. α мышца, мускул.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μυς
-
2 мускул
-
3 мышца
-
4 мышца
-ы θ.μυς, μούσκουλο•сердечная мышца το μυοκάρδιο•
плечевая мышца ανελκυτήρας ωμοπλάτης•
двухглавая мышца δικέφαλος μυς•
сгибающие -ы οι καμπτήρες μύες•
вращающие -ы οι περιστροφικοί μύες•
-ы рук οι μύες των χεριών.
-
5 бицепс
анат. о δικέφαλος βραχιόνιος μυς, ο δισχιδής μυώνας, разг. τα ποντίκιαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бицепс
-
6 крыса
зоол. ο αρουραίοςводяная - (полёвка) о ένυδρος μυς, ο νεροπόντικας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > крыса
-
7 мышца
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мышца
-
8 подколенный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подколенный
-
9 пронатор
(мышца) о πρηνιστής (μύς).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пронатор
-
10 сфинктер
анат. ο σφιγκτήρ μυςο σφιγκτήραςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сфинктер
-
11 из
из(изо) предлог с род. п. ἀπό, ἐκ. ἐξ:выходить из театра βγαίνω ἀπό τό θέατρο· приехать из Афин ἔρχομαι ἀπό τήν "Αθήνα· дом из камня σπίτι ἀπό πέτρα, πέτρινο σπίτι· каждый из нас ὁ καθένας ἀπό μϋς· из любопытства ἀπό περιέργεια, χάριν περιέργειας· из зависти ἀπό φθόνο, ἀπό ζήλεια· изо дня в де́нь ἀπό μέρα σέ μέρα, μέρα μέ τή μέρα· из года в год ἀπό χρόνο σέ χρόνο· из бедной семьи́ ἀπό φτωχή οἰκογένεια· одно из двух ἕνα ἀπ· τά δυό· обед из трех блюд γεῦμα μέ τρία φαγητά. -
12 крыса
крыс||аж ὁ ἀρουραίος, ὁ ποντικός, τό ποντίκι:водяная \крыса ὁ ὑδρόβιος μῦς· ◊ канцелярская \крыса разг ὁ χαρτογιακάς, ὁ καλαμαράς, ὁ γραφειοκράτης. -
13 мускул
мускулм ὁ μΰς. -
14 мышца
мышц||аж ὁ μῦς:\мышцаы рук οἱ μῦεςτῶν βραχιόνων сердечная \мышца τό μυοκάρ-διο[ν]. -
15 мышь
мышьж ὁ ποντικός, ὁ μῦς:полевая \мышь ὁ ἀρουραίος· ◊ лету́чая \мышь ἡ νυκτε-ρίδα, ἡ νυκτερίς. -
16 сфинктер
сфинктерм анат. ὁ σφιγκτήρ μῦς. -
17 упражнять
упражн||я́тьнесов ἀσκώ, γυμνάζω:\упражнятья́ть свою память ἀσκώ τήν μνήμη μου· \упражнятьять мускулы γυμνάζω τους μῦς. -
18 бицепс
[μπ(τσυπς] ουσ. α. (ανατ.) δικεφάλος βραχιόνιος μυς -
19 мускул
[μούσκουλ] ουα. α μυς -
20 бицепс
[μπ (τσυπς] ουσ α (ανατ) δικεφάλος βραχιόνιος μυς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μῦς — mouse masc/fem nom sg μῦς mouse masc acc pl μῦς mouse masc nom/voc pl μῦς mouse masc voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μῦς — mouse masc acc pl Μῦς mouse masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… … Dictionary of Greek
Μύς — Μύ̱ς , Μῦς mouse masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύς — μύ̱ς , μῦς mouse masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυς — ο μυός, πληθ. μύες 1. καθένα από τα όργανα του σώματος που έχουν την ιδιότητα να συστέλλονται και να κινούν άλλα όργανα, πάνω στα οποία προσφύονται. 2. ο ποντικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακτινωτός μυς — Μυς που βρίσκεται στην έξω επιφάνεια του ακτινωτού σώματος και αποτελείται από επιμήκεις και κυκλικές μυϊκές ίνες. Με τη σύσπαση του α.μ. (λέγεται και προσαρμοστήρας μυς του ματιού), χαλαρώνει η ακτινωτή ζώνη με αποτέλεσμα να κυρτώνεται ο… … Dictionary of Greek
δικέφαλος μυς — Μυς στο επάνω μέρος του βραχίονα ή στο πίσω μέρος του μηρού, ο οποίος ελέγχει ορισμένες κινήσεις του βραχίονα ή του ποδιού αντίστοιχα … Dictionary of Greek
ζυγωματικός μυς — Μυς του προσώπου που διακρίνεται στον μείζονα ζ.μ. που εκφύεται από το ζυγωματικό τόξο και καταφύεται στη γωνία του στόματος, της οποίας επιτυγχάνεται η έλξη με τη σύσπαση του μυός αυτού, και στον ελάσσονα ζ.μ. που εκφύεται από την παρειακή… … Dictionary of Greek
γλωσσοϋπερώιος — (μυς), ο μικρός διπλός μυς τής γλώσσας … Dictionary of Greek
μυσί — μῦς mouse masc/fem dat pl μῦς mouse masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)