Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μυρίς

См. также в других словарях:

  • μυρίς — μυρίς, ἡ (Α) 1. μυροδόχο αγγείο, μυροθήκη 2. μυρρίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + επίθημα ίς, ίδος. Ο τ. σχηματίστηκε πιθ. από το μυρρίς (< μύρρα), κατ επίδραση τού μύρον] …   Dictionary of Greek

  • μυρίς — box for unguents fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρίδα — μυρίς box for unguents fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρρίς — η (Α μυρρίς και μυρίς) αρωματικό φυτό με καρπούς που έχουν οσμή ανίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρρα + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. μυρίς, αναλογικά προς το μύρον)] …   Dictionary of Greek

  • MYRRHA — I. MYRRHA Graece μυῤῤὶς, herba est, simillima cicutae, caule foliique et folre, minor tantum et exilior, cibo non insuavis, Plin. l. 24. c. 16. sic dicta, διὰ τὸ μυρίζον καὶ ἐυῷδες, ob suavem eius fragrantiam, quam radice praefert. Dioscorides,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μύρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται βορειοανατολικά και κοντά στην Κυπαρισσία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίας, * * * το (ΑΜ μύρον) κομμεορητίνη με ευχάριστο άρωμα η… …   Dictionary of Greek

  • pel-1, pelǝ-, plē- —     pel 1, pelǝ , plē     English meaning: full, to fill; to pour; town (?)     Deutsche Übersetzung: “gießen, fließen, aufschũtten, fũllen, einfũllen”; also ‘schwimmen, fließen machen, fliegen, flattern” and ‘schũtteln, schwingen, zittern… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»