-
1 μυθιήτης
μυθιήτηςmasc nom sg -
2 μυθιήτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυθιήτης
-
3 μυθιήτας
μυθιήτᾱς, μυθιήτηςmasc acc plμυθιήτᾱς, μυθιήτηςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
4 μυθιήται
μῡθιῆται, μυθίζωfut ind mid 3rd sg (doric aeolic)μῡθιῆται, μυθιάζομαιrecount fables: fut ind mp 3rd sg (doric)μυθιήτηςmasc nom /voc pl -
5 μυθιῆται
μῡθιῆται, μυθίζωfut ind mid 3rd sg (doric aeolic)μῡθιῆται, μυθιάζομαιrecount fables: fut ind mp 3rd sg (doric)μυθιήτηςmasc nom /voc pl -
6 μυθητῆρες
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυθητῆρες
-
7 μῦθος
μῦθος, ὁ,A word, speech, freq. in Hom. and other Poets, in sg. and pl.,ἔπος καὶ μῦθος Od.11.561
; opp.ἔργον, μύθων τε ῥητῆρ' ἔμεναι πρηκτῆρά τε ἔργων Il.9.443
, cf. 19.242; esp. mere word, μύθοισιν, opp. ἔγχεϊ, 18.252;ἔργῳ κοὐκέτι μύθῳ A.Pr. 1080
(anap.), etc.:—in special relations:2 public speech,μ. ἄνδρεσσι μελήσει Od.1.358
;μύθοισιν σκολιοῖς Hes.Op. 194
; μύθου ἐπισχεσίη the submission of a plea, Od.21.71;πρὶν ἂν ἀμφοῖν μ. ἀκούσῃς, οὐκ ἂν δικάσαις Ar.V. 725
; μύθοισι κεκάσθαι to be skilled in speech, Od.7.157.4 thing said, fact, matter, μῦθον δέ τοι οὐκ ἐπικεύσω ib. 744;τὸν ὄντα μ. E.El. 346
; threat, command,ἠπείλησεν μῦθον Il.1.388
, cf. 25, 16.83; charge, mission, 9.625; counsel, advice, 7.358.5 thing thought, unspoken word, purpose, design, 1.545 (pl.); , cf. 777;ἔχετ' ἐν φρεσὶ μῦθον 15.445
;ἔχε σιγῇ μ., ἐπίτρεψον δὲ θεοῖσι 19.502
, cf. 11.442; matter,θεοῖσι μῦθον ἐπιτρέψαι 22.289
; μῦθον μυθείσθην, τοῦ εἵνεκα λαὸν ἄγειραν the reason why.., 3.140.6 saying,κατὰ τὸν ἡμέτερον μ. Pl.Epin. 980a
; οὐκ ἐμὸς ὁ μ. ἀλλ'.. E.Fr. 484, cf. Pl.Smp. 177a, Call.Lav.Pall.56, Ph.1.601, Plu. 2.661a; saw, proverb,τριγέρων μ. τάδε φωνεῖ A.Ch. 314
(anap.).7 talk of men, rumour,ἀγγελίαν.. τὰν ὁ μέγας μ. ἀέξει S.Aj. 226
(lyr.), cf. 188 (lyr., pl.), E.IA72; report, message, S.Tr.67 (pl.), E. Ion 1340.II tale, story, narrative, Od.3.94, 4.324, S.Ant.11, etc.: in Hom. like the later λόγος, without distinction of true or false, μ. παιδός of or about him, Od.11.492: so in Trag., ἀκούσει μῦθον ἐν βραχεῖ λόγῳ ( χρόνῳ cod. M.) A.Pers. 713;μύθων τῶν Λιβυστικῶν Id.Fr.139.1
: in Prose, τὸν εἰκότα μ. the like ly story, like lihood, Pl.Ti. 29d: prov., μ. ἀπώλετο, either of a story which never comes to an end, or of one told to those who do not listen, Cratin.59, Crates Com.21, Pl.Tht. 164d, cf. R. 621b, Lg. 645b, Phlb. 14a; μ. ἐσώθη 'that's the end of the story', Phot.2 fiction (opp. λόγος, historic truth), Pi.O.1.29 (pl.), N.7.23 (pl.), Pl.Phd. 61b, Prt. 320c, 324d, etc.3 generally, fiction,μ. ἴδιοι Phld.Po.5.5
; legend, myth, Hdt.2.45, Pl.R. 330d, Lg. 636c, etc.;ὁ περὶ θεῶν μ. Epicur.Ep.3p.65U.
;τοὺς μ. τοὺς ἐπιχωρίους γέγραφεν SIG382.7
(Delos, iii B.C.).
См. также в других словарях:
μυθιήτης — και μυθίτης, ὁ (Α) ο στασιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + κατάλ. ιήτης / ίτης, πιθ. κατά το πολιήτης (για τη σημ. τής λ. πρβλ. μύθαρχοι, μυθητήρες)] … Dictionary of Greek
μυθιήτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυθιήτας — μυθιήτᾱς , μυθιήτης masc acc pl μυθιήτᾱς , μυθιήτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυθίτης — μυθίτης, ὁ (Α) βλ. μυθιήτης … Dictionary of Greek
μυθητήρες — μυθητῆρες (Α) (κατά τον Ησύχ.) «στασιασταί». [ΕΤΥΜΟΛ. < μυθώ + επίθημα τήρ (για τη σημ. τής λ. πρβλ. λ. μύθαρχοι, μυθιήτης)] … Dictionary of Greek
μύθαρχοι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ προεστῶτες τῶν στάσεων». [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος «στάση, επανάσταση» + αρχος (< ἄρχω), πρβλ. μυθιήτης] … Dictionary of Greek
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
μυθιῆται — μῡθιῆται , μυθίζω fut ind mid 3rd sg (doric aeolic) μῡθιῆται , μυθιάζομαι recount fables fut ind mp 3rd sg (doric) μυθιήτης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)