-
1 возможно
возможно 1. предик, είναι δυνατό, μπόρες* если \возможно αν είναι δυνατό; я сделаю всё, что \возможно θα κάνω ότι μπορώ 2. вводн, ел. {вероятно) πιθανό, ίσ(ος· \возможно, я приду ίσως έρθω* * *1. предик.είναι δυνατό, μπορείе́сли возмо́жно — αν είναι δυνατό
2. вводн. сл.я сде́лаю всё, что возмо́жно — θα κάνω ότι μπορώ
( вероятно) πιθανό, ίσωςвозмо́жно, я приду́ — ίσως έρθω
См. также в других словарях:
μπόρα — η (λ. βενετ.) 1. αιφνιδιαστική και δυνατή βροχή που διαρκεί λίγη ώρα, καταιγίδα: Η καλοκαιριάτικη μπόρα δρόσισε την πόλη. 2. μτφ., συμφορά, αντιξοότητα της ζωής: Πέρασε μεγάλες μπόρες αλλά κατάφερε να ορθοποδήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)