Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μπρούντζος

См. также в других словарях:

  • μπρούντζος — Ομάδα μεταλλικών κραμάτων που περιέχουν χαλκό και κασσίτερο σε ποικίλες αναλογίες, ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζονται. Όλοι οι μ. είναι εξαιρετικά εύτηκτοι, σκληροί, όχι πολύ ανθεκτικοί και υψηλής τιμής. Χρησιμοποιούνται στην… …   Dictionary of Greek

  • μπρούντζος — ο (λ. ιταλ.), κράμα χαλκού και κασσίτερου, ο ορείχαλκος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… …   Dictionary of Greek

  • κρατέρωμα — το χημ. κράμα χαλκού και κασσιτέρου, γνωστό και ως μπρούντζος 2. φρ. «κρατέρωμα πυριτίου» κράμα χαλκού και πυριτίου, αλλ. μπρούντζος πυριτίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. bronze] …   Dictionary of Greek

  • γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… …   Dictionary of Greek

  • κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… …   Dictionary of Greek

  • λευκόχαλκος — ο (Μ λευκόχαλκος) νεοελλ. (μεταλργ.) κράμα νικελίου και χαλκού, αλλ. αλπακάς μσν. μπρούντζος …   Dictionary of Greek

  • μπρού(ν)τζινος — η, ο [μπρούντζος] 1. κατασκευασμένος από μπρούντζο, ορειχάλκινος 2. αυτός που έχει το χρώμα τού μπρούντζου, τού ορειχάλκου 3. μτφ. (για πρόσ.) α) επίμονος, σκληροτράχηλος, ξεροκέφαλος β) νωθρός στη σκέψη, ανόητος, βλάκας …   Dictionary of Greek

  • μπρού(ν)τζος — ο (Μ μπρούντζον και μπρόντζο, τὸ, και μπρούντζος, ὁ) κράμα χαλκού και κασσιτέρου, ορείχαλκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bronzo, πιθ. < λατ. Brundisium, λιμάνι τής Ιταλίας φημισμένο στους αρχαίους χρόνους για την παραγωγή τού μετάλλου αυτού] …   Dictionary of Greek

  • ορείχαλκος — Δυαδικό κράμα χαλκού και ψευδάργυρου με περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο έως 50%. Ο βιομηχανικός ο. (περίπου 20 25% σε ψευδάργυρο) έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, είναι πολύ συμπαγής, λεπτόκοκκος και μπορεί να υποστεί επεξεργασία εν θερμώ και εν… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Δημοτικό Ιωαννίνων — Στο βορειοδυτικό άκρο του κάστρου των Ιωαννίνων δεσπόζει το τζαμί του Ασλάν πασά, στο οποίο στεγάζεται το Δημοτικό Μουσείο. Στο μουσείο αυτό φυλάσσονται πολλά αντικείμενα της ιστορίας των τριών κοινοτήτων που συνυπήρξαν επί πολλούς αιώνες στο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»