Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μπαίνω

  • 121 ложиться

    ложиться
    несов πλαγιάζω, ξαπλώνομαι, κατακλίνομαι:
    \ложиться в постель πλαγιάζω στό κρεββάτΓ \ложиться спать πέφτω νά κοιμηθώ· \ложиться в больницу μπαίνω στό νοσοκομείο.

    Русско-новогреческий словарь > ложиться

  • 122 налезать

    налезать
    несов, налезть сов разг (об обуви, одежде) μπαίνω, χωράω:
    ботинок не налеза́ет τό παπούτσι δέν μοῦ μπαίνει, τό παπούτσι δέν χωράει στό πόδι μου· пальто́ не налезает τό ἐπανωφόρι δέν μοῦ μπαίνει.

    Русско-новогреческий словарь > налезать

  • 123 наползать

    наползать
    несов, наползти сов (заползти) μπαίνω, είσχωρω.

    Русско-новогреческий словарь > наползать

  • 124 обиход

    обиход
    м ἡ χρήση [-ις]:
    предметы домашнего \обихода ἀντικείμενα οίκιακής καθημερινής χρήσης· пускать в \обиход βάζω σέ χρήση, λανσάρω· войти́ в \обиход μπαίνω σέ χρήση, ἀρχίζω νά χρησιμοποιούμαι· выйти из \обихода παύω νά χρησιμοποιούμαι, γίνομαι ἄχρηστος.

    Русско-новогреческий словарь > обиход

  • 125 озабочиваться

    озабо||чиваться
    μπαίνω σέ ἐγνοια

    Русско-новогреческий словарь > озабочиваться

  • 126 плоть

    плот||ь
    ж в разн. знач. ἡ σάρκα, ἡ σαρξ· ◊ \плоть от \плотьи σαρξ ἐκ τής σαρκός, σάρκα ἀπό τή σάρκα, γέννημα καί θρέμμα· облекать в \плоть и кровь ἐνσαρκώνω, ἐνσωματώνω· войти в \плоть и кровь μπαίνω μέσα στό αίμα

    Русско-новогреческий словарь > плоть

  • 127 погореть

    погоре||ть
    сов
    1. (сгореть) разг γίνομαι στάχτη, ἀποτεφρώνομαι / πυρπολοῦ-μαι, καίγομαι (о лесе):
    деревня \погоретьла τό χωριό ἀποτεφρώθηκε·
    2. (о людях) разг καταστρέφομαι, μπαίνω μέσα·
    3. (некоторое время) καίγω λίγη ὠρα, ἀνάβω γιά λίγο.

    Русско-новогреческий словарь > погореть

  • 128 подполье

    подполь||е
    с
    1. τό ὑπόγειο[ν], τό ὑπόγειο κελλάρι:
    спуститься в \подполье κατεβαίνω στό ὑπόγειο·
    2. полит ἡ παρανομία, ἡ παράνομη δράση:
    уйти в \подполье περνώ (или μπαίνω) στήν παρανομία.

    Русско-новогреческий словарь > подполье

См. также в других словарях:

  • μπαίνω — μπαίνω, μπήκα, μπασμένος βλ. πίν. 179 Σημειώσεις: μπάζω – μπαίνω : από άποψη σημασίας το μπαίνω χρησιμεύει και ως παθητικό του μπάζω, π.χ. τον έμπασε στο δωμάτιο – μπήκε στο δωμάτιο …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… …   Dictionary of Greek

  • μπαίνω — μπήκα, μπασμένος 1. πάω κάπου μέσα, εισέρχομαι, εισχωρώ: Μπήκα στο αυτοκίνητο για να πάω μια βόλτα. 2. μτφ., αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, εννοώ: Μπήκες επιτέλους στο νόημα! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επεισέρχομαι — ἐπεισέρχομαι (AM) 1. μπαίνω κι εγώ κάπου 2. ορμώ, επιτίθεμαι αρχ. 1. μπαίνω σε μια οικογένεια ως μητριά 2. μπαίνω κάπου μετά από άλλον («κατόπιν ἠμῶν ἐπεισῆλθον», Πλάτ.) 3. (για πράγμ.) εισάγομαι από το εξωτερικό («ἐπεισέρχεται ἐκ πάσης γῆς τὰ… …   Dictionary of Greek

  • εισέρχομαι — (AM εἰσέρχομαι) 1. έρχομαι, μπαίνω μέσα σε κάποιον χώρο («εισέρχομαι στον ναό ή στην πόλη») 2. γίνομαι δεκτός, εντάσσομαι, αναγνωρίζομαι («εισέρχομαι στην ανδρική ηλικία», «εισήλθε στο πανεπιστήμιο») μσν. νεοελλ. (για χρόνο) μπαίνω νεοελλ. (το… …   Dictionary of Greek

  • εισχωρώ — εισχώρησα, αμτβ. 1. εισδύω κάπου, μπαίνω μέσα, μπαίνω: Το 4 δεν εισχωρεί στο 3. 2. μπαίνω κάπου λαθραία ή βίαια ή χωρίς να αξίζω, εισδύω, χώνομαι: Οι καταδρομείς εισχώρησαν πίσω από τις εχθρικές γραμμές. 3. εξαπλώνομαι, διαδίνομαι: Οι ιδέες του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανθυπέρχομαι — ἀνθυπέρχομαι (Α) 1. υπεισέρχομαι, μπαίνω κάπου αθόρυβα και ύπουλα 2. (σαν όρος της γραμματικής) μπαίνω στη θέση κάποιας άλλης λέξης ή φράσης …   Dictionary of Greek

  • εισδύω — (AM εἰσδύω, Α και εἰσδύνω) 1. εισέρχομαι, μπαίνω μέσα 2. κατορθώνω και εισέρχομαι από στενό πέρασμα, από στενή δίοδο 3. εισέρχομαι κρυφά ή με δόλιο τρόπο αρχ. 1. (για συναίσθημα) μπαίνω στην ψυχή, καταλαμβάνω κάποιον 2. κατέρχομαι στον αγώνα,… …   Dictionary of Greek

  • εισχωρώ — (AM εἰσχωρῶ, έω) μπαίνω σε κάτι νεοελλ. 1. προχωρώ στο εσωτερικό, βυθίζομαι 2. διαδίδομαι, εξαπλώνομαι 3. μπαίνω κάπου κρυφά ή με δυσκολία …   Dictionary of Greek

  • επεμβαίνω — (AM ἐπεμβαίνω) [εμβαίνω] νεοελλ. 1. παρεμβαίνω μεταξύ άλλων συνήθως αντιμαχομένων («επενέβησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις και το ζήτημα διευθετήθηκε») 2. ανακατεύομαι απρόσκλητος σε ξένες υποθέσεις («μην επεμβαίνεις όταν δεν σού πέφτει λόγος») μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

  • επιβιβάζω — (AM ἐπιβιβάζω) [βιβάζω] 1. ανεβάζω ή καλώ κάποιον να ανέβει στο πλοίο για να ταξιδέψει 2. μέσ. μπαίνω στο πλοίο για να ταξιδέψω νεοελλ. επιβιβάζομαι μπαίνω σε οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο για να ταξιδέψω αρχ. μσν. 1. οδηγώ ή αναγκάζω το αρσενικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»