Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μπαίνω

  • 101 движение

    движени||е
    с
    1. τό κίνημα, ἡ κίνηση[-ις]:
    вращательное \движение ἡ περιστροφική κίνηση· поступательное \движение ἡ ἀνέλιξη, ἡ ἐξελικτική πορεία· приводить в \движение θέτω είς κίνησιν, βάζω σέ κίνηση· приходить в \движение μπαίνω σέ κίνηση, τίθεμαι είς κίνησιν вольные \движениея спорт. οἱ ἐλεύθερες ἀσκήσεις·
    2. (общественное) τό κίνημα, ἡ κίνηση [-ις]:
    революционное \движение τό ἐπαναστατικό κίνημα· рабочее \движение τό ἐργατικό κίνημα· национально-освободительное \движение τό ἐθνικοαπελευθερωτικό κίνημα· всемирное \движение сторонников мира τό παγκόσμιο κίνημα τῶν ὁπαδών τής είρήνης· \движение сопротивления τό κίνημα τής ἀντίστασης·
    3. (транспорта и т. п.) ἡ κυκλοφορία, ἡ κίνηση [-ις]:
    автомобильное \движение ἡ κυκλοφορία τῶν αὐτοκινήτων у́личное \движение ἡ κυκλοφορία, ἡ τροχαία κίνηση· правила уличного \движениея οἱ διατάξεις τής τροχαίας· железнодорожное \движение ἡ κίνηση τῶν σιδηροδρόμων \движение судов ἡ κυκλοφορία σκαφών.

    Русско-новогреческий словарь > движение

  • 102 доклад

    доклад
    м
    1. ἡ ἐκθεση [-ις], ἡ είσήγηση[-ις]:
    отчетный \доклад ἡ λογοδοσία, ὁ ἀπολογισμός· научный \доклад ἤἐπιστημονική ὁμιλία, ἡ διάλεξη [-ις]· делать \доклад κάνω είσήγηση, κάνω Εκθεση· прения по \докладу ἡ συζήτηση· ◊ входить без \доклада μπαίνω χωρίς νά μ' ἀναγγείλουν.

    Русско-новогреческий словарь > доклад

  • 103 долг

    долг
    м
    1. (обязанность) τό καθήκο[ν], ἡ ὑποχρέωση [-ις], τό χρέος:
    чувство \долга ἡ συναίσθηση τοό καθήκοντος· человек \долга ἀνθρωπος τοῦ καθήκοντος· выполнить свой \долг ἐκπληρῶ τό καθήκον μου προς, κάνω τό χρέος μου· считать своим \долгом θεωρῶ χρέος μου, θεωρώ καθήκον μου· по \долгу слу́жбы ἐκτελώντας τά ὑπηρεσιακά χρέη·
    2. (взятое взаймы) ἡ ὁφειλή, τό χρέος; брать в \долг δανείζομαι, παίρνω δανεικά· дава́ть в \долг δανείζω, δίνω δανεικά· делать \долгй χρεώνομαι, κάνω χρέη· отдавать \долг πληρώνω τό χρέος· влезать в \долги́ разг μπαίνω στά χρέη· ◊ быть в \долгу́ перед кем-л. ὁφείλω σέ κάποιον, ἔχω ὑποχρέωση σέ κάποιον не оставаться в \долгу́ ἀνταποδίδω τήν ἐξυπηρέτηση, ξοφλάω τήν ὑποχρέωση· первым \долгом πρώτα πρῶτα, πρώτα ἀπ' ὅλα· быть по́ уши в \долгах, в \долгу́ как в шелку погов. εἶμαι πνιγμένος στά χρέη, εἶμαι καταχρεωμένος· \долг платежом красен погов. τό δῶρο θέλει ἀντίδωρο· отдать последний \долг усопшему ἀποχαιρετώ τόν νεκρό.

    Русско-новогреческий словарь > долг

  • 104 забираться

    забираться
    несов
    1. (проникать) μπαίνω, χώνομαι·
    2. (взбираться) χώνομαι, σκαρφαλώνω.

    Русско-новогреческий словарь > забираться

  • 105 забрести

    забрести́
    сов разг
    1. (зайти далеко) πέφτω, φτάνω·
    2. (зайти по пути) ἐπισκέπτομαι περαστικός, μπαίνω περνώντας.

    Русско-новогреческий словарь > забрести

  • 106 задувать

    задува́||ть
    несов
    1. (гасить) σβύνω (φυσώντας):
    \задувать свечу́ σβύνω τό κερί·
    2. тех. (разжигать):
    \задувать домну ἀνάβω τήν ὑψικάμινο·
    3. (проникать \задувать о ветре) μπαίνω:
    ветер \задуватьет за воротни́к ὁ ἀέρας μπαίνει στον λαιμό μου.

    Русско-новогреческий словарь > задувать

  • 107 задумываться

    заду́мыва||ться
    несов
    1. συλλογίζομαι, μπαίνω σέ σκέψη / ὁνειροπολώ (мечтать):
    \задумыватьсяться над вопросом σκέπτομαι τό ζήτημα· он не \задумыватьсяет-ся над будущим δέν συλλογίζεται τό μέλλο του·
    2. (колебаться) διστάζω:
    не \задумыватьсяясь χωρίς δισταγμό.

    Русско-новогреческий словарь > задумываться

  • 108 заезжать

    заезжать
    несов
    1. (к кому-л., куда-либо) ἐπισκέπτομαι κάποιον περαστικός / περνῶ περαστικός (мимоходом):
    \заезжать далеко προχωρώ πολύ μακρυά·
    2. (въезжать) μπαίνω (или είσέρχομαι, είσχωρώ) (με μεταφορικό μέσο)·
    3. (за кем-л., за чем-либо) πηγαίνω νά φέρω, πηγαίνω νά πάρω κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > заезжать

  • 109 залезать

    залезать
    несов, залезть сов
    1. (взбираться) ἀναρριχιέμαι, ἀναρριχώμαι («о гору и т. п.) / σκαρφαλώνω (надерево)·
    2. (прятаться) κρύβομαι:
    \залезать в кусты κρύβομαι στους θάμνους·
    3. (внутрь) μπαίνω, χώνομαι / διεισδύω, τρυπώνω (тайком):
    \залезать в чужу́ю ко́миату τρυπώνω σέ ξένο δωμάτιο· ◊ \залезать в долги́ χώνομαι στά χρέη.

    Русско-новогреческий словарь > залезать

  • 110 залетать

    залетать
    несов, залететь сов
    1. (влетать) φτάνω κάπου πετώντας, μπαίνω πετώντας·
    2. (далеко) φτάνω μακρυά (πετώντας):
    \залетать за Полярный круг πετώ πέρα ἀπ' τό πολικό κύκλο·
    3. (куда-л. по пути) разг πηγαίνω (или σταματώ) κάπου,(μέ τό ἀεροπλάνο):
    залететь на мину́тку домой πετιέμαι μιά στιγμή στό σπίτι.

    Русско-новогреческий словарь > залетать

  • 111 западать

    запада||ть
    несов
    1. κολλω, σκαλώνω:
    клавиш \западатьет τό πλήκτρο σκαλώνει·
    2. (запечатлеваться) μπαίνω βαθειά, χώνομαι:
    \западать в душу ἐντυπώνομαι βαθειά·
    3. (о глазах) βαθουλώνω.

    Русско-новогреческий словарь > западать

  • 112 заползать

    запо́лзать I
    сов ἀρχίζω νά ἔρπω, ἀρχίζω νά σέρνομαι, μπαίνω Ερποντας.
    заполза́ть II
    несов, заползти́ сов χώνομαι ἐρποντας.

    Русско-новогреческий словарь > заползать

  • 113 заработать

    заработать I
    сов см. зарабатывать.
    заработать II
    сое. (начать работать) ἀρχίζω νά δουλεύω, μπαίνω σέ κίνηση:
    мото́р \заработатьл ἡ μηχανή πήρε μπρος.

    Русско-новогреческий словарь > заработать

  • 114 засыпаться

    засыпа́ться
    несов, засы́паться сов
    1. (набираться во что-л.) μπαίνω, χώνομαι·
    2. (покрываться) γεμίζω (άμετ.), σκεπάζομαι, καλύπτομαι· ◊ \засыпаться на экзаменах школ. ἀποτυχαίνω στίς ἐξετάσεις.

    Русско-новогреческий словарь > засыпаться

  • 115 затекать

    затека||ть
    несов
    1. (о жидкости) τρέχω, μπαίνω, πλημμυρίζω·
    2. (заплывать, распухать) πρήζομαι·
    3. (неметь) μουδιάζω:
    у него йога \затекатьет μουδιάζει τό πόδι του.

    Русско-новогреческий словарь > затекать

  • 116 затылок

    затыло||к
    м ὁ αὐχένας [-ήν], ὁ σβέρκος / анат. τό ἰνίο[ν]· ◊ становиться в \затылок μπαίνω είς φάλαγγα κατ' ἀνδρα.

    Русско-новогреческий словарь > затылок

  • 117 заходить

    заходить
    1. сов (начать ходить) ἀρχίζω νά περπατώ, ἀρχίζω νά πηγαινοέρχομαι:
    \заходить по комнате πηγαινοέρχομαι μέσα στό δωμάτιο·
    2. несов (κ кому-л., куда-л.) πηγαίνω, περνώ ἀπό κάπου·
    3. несов (за кем-л., за чем-л.) ἐρχομαι (или πηγαίνω) κάπου νά πάρω:
    заходите за мной ἐλἄτε νά μέ πάρετε·
    4. несов (сворачивать) στρίβω, χάνομαι πίσω ἀπό...:
    \заходить за угол στρίβω στή γωνία·
    5. несов (закатываться) прям., перен δύω, βασιλεύω·
    6. несов воен.:\заходить с фланга ὑπερφαλαγγίζω· \заходить в тыл врага διεισδύω στά μετόπισθεν, μπαίνω στά νῶτα τοῦ ἐχθροῦ· ◊ \заходить слишком далеко τό παρακάνω, τό παραξηλώνω, τό παρατραβώ.

    Русско-новогреческий словарь > заходить

  • 118 кооперативироваться

    кооператив||и́роваться
    μπαίνω σέ συνεταιρισμό.

    Русско-новогреческий словарь > кооперативироваться

  • 119 корабль

    корабл||ь
    м
    1. τό πλοΐο[ν], τό σκάφος, τό ἀτμόπλοιο[ν], τό βαπόρι/ τό ἰστιοφό-ρον (парусное судно):
    военный \корабль τό πολεμικό πλοίο· линейный \корабль см. линкор· флагманский \корабль ἡ ναυαρχίδα [-ίς]· садиться на \корабль μπαρκάρω, ἐπιβιβάζομαι, μπαίνω στό πλοίο·
    2. архит. ὁ νάρθηξ· ◊ сжечь свой \корабльй τά παίζω ὅλα γιά ὀλα

    Русско-новогреческий словарь > корабль

  • 120 красться

    красться
    несов μπαίνω κρυφά, τρυπώνω.

    Русско-новогреческий словарь > красться

См. также в других словарях:

  • μπαίνω — μπαίνω, μπήκα, μπασμένος βλ. πίν. 179 Σημειώσεις: μπάζω – μπαίνω : από άποψη σημασίας το μπαίνω χρησιμεύει και ως παθητικό του μπάζω, π.χ. τον έμπασε στο δωμάτιο – μπήκε στο δωμάτιο …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… …   Dictionary of Greek

  • μπαίνω — μπήκα, μπασμένος 1. πάω κάπου μέσα, εισέρχομαι, εισχωρώ: Μπήκα στο αυτοκίνητο για να πάω μια βόλτα. 2. μτφ., αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, εννοώ: Μπήκες επιτέλους στο νόημα! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επεισέρχομαι — ἐπεισέρχομαι (AM) 1. μπαίνω κι εγώ κάπου 2. ορμώ, επιτίθεμαι αρχ. 1. μπαίνω σε μια οικογένεια ως μητριά 2. μπαίνω κάπου μετά από άλλον («κατόπιν ἠμῶν ἐπεισῆλθον», Πλάτ.) 3. (για πράγμ.) εισάγομαι από το εξωτερικό («ἐπεισέρχεται ἐκ πάσης γῆς τὰ… …   Dictionary of Greek

  • εισέρχομαι — (AM εἰσέρχομαι) 1. έρχομαι, μπαίνω μέσα σε κάποιον χώρο («εισέρχομαι στον ναό ή στην πόλη») 2. γίνομαι δεκτός, εντάσσομαι, αναγνωρίζομαι («εισέρχομαι στην ανδρική ηλικία», «εισήλθε στο πανεπιστήμιο») μσν. νεοελλ. (για χρόνο) μπαίνω νεοελλ. (το… …   Dictionary of Greek

  • εισχωρώ — εισχώρησα, αμτβ. 1. εισδύω κάπου, μπαίνω μέσα, μπαίνω: Το 4 δεν εισχωρεί στο 3. 2. μπαίνω κάπου λαθραία ή βίαια ή χωρίς να αξίζω, εισδύω, χώνομαι: Οι καταδρομείς εισχώρησαν πίσω από τις εχθρικές γραμμές. 3. εξαπλώνομαι, διαδίνομαι: Οι ιδέες του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανθυπέρχομαι — ἀνθυπέρχομαι (Α) 1. υπεισέρχομαι, μπαίνω κάπου αθόρυβα και ύπουλα 2. (σαν όρος της γραμματικής) μπαίνω στη θέση κάποιας άλλης λέξης ή φράσης …   Dictionary of Greek

  • εισδύω — (AM εἰσδύω, Α και εἰσδύνω) 1. εισέρχομαι, μπαίνω μέσα 2. κατορθώνω και εισέρχομαι από στενό πέρασμα, από στενή δίοδο 3. εισέρχομαι κρυφά ή με δόλιο τρόπο αρχ. 1. (για συναίσθημα) μπαίνω στην ψυχή, καταλαμβάνω κάποιον 2. κατέρχομαι στον αγώνα,… …   Dictionary of Greek

  • εισχωρώ — (AM εἰσχωρῶ, έω) μπαίνω σε κάτι νεοελλ. 1. προχωρώ στο εσωτερικό, βυθίζομαι 2. διαδίδομαι, εξαπλώνομαι 3. μπαίνω κάπου κρυφά ή με δυσκολία …   Dictionary of Greek

  • επεμβαίνω — (AM ἐπεμβαίνω) [εμβαίνω] νεοελλ. 1. παρεμβαίνω μεταξύ άλλων συνήθως αντιμαχομένων («επενέβησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις και το ζήτημα διευθετήθηκε») 2. ανακατεύομαι απρόσκλητος σε ξένες υποθέσεις («μην επεμβαίνεις όταν δεν σού πέφτει λόγος») μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

  • επιβιβάζω — (AM ἐπιβιβάζω) [βιβάζω] 1. ανεβάζω ή καλώ κάποιον να ανέβει στο πλοίο για να ταξιδέψει 2. μέσ. μπαίνω στο πλοίο για να ταξιδέψω νεοελλ. επιβιβάζομαι μπαίνω σε οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο για να ταξιδέψω αρχ. μσν. 1. οδηγώ ή αναγκάζω το αρσενικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»