Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μορφῶν

  • 1 Μορφών

    Μορφώ
    the Shapely: fem gen pl

    Morphologia Graeca > Μορφών

  • 2 Μορφῶν

    Μορφώ
    the Shapely: fem gen pl

    Morphologia Graeca > Μορφῶν

  • 3 μορφών

    μορφάω
    pres part act masc voc sg
    μορφάω
    pres part act neut nom /voc /acc sg
    μορφάω
    pres part act masc nom sg (attic epic ionic)
    μορφάω
    pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)
    μορφάζω
    gesticulate: fut part act masc voc sg
    μορφάζω
    gesticulate: fut part act neut nom /voc /acc sg
    μορφάζω
    gesticulate: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)
    μορφή
    form: fem gen pl
    μορφόω
    give shape: pres part act masc voc sg (doric aeolic)
    μορφόω
    give shape: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)
    μορφόω
    give shape: pres part act masc nom sg
    μορφόω
    give shape: pres inf act (doric)

    Morphologia Graeca > μορφών

  • 4 μορφῶν

    μορφάω
    pres part act masc voc sg
    μορφάω
    pres part act neut nom /voc /acc sg
    μορφάω
    pres part act masc nom sg (attic epic ionic)
    μορφάω
    pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)
    μορφάζω
    gesticulate: fut part act masc voc sg
    μορφάζω
    gesticulate: fut part act neut nom /voc /acc sg
    μορφάζω
    gesticulate: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)
    μορφή
    form: fem gen pl
    μορφόω
    give shape: pres part act masc voc sg (doric aeolic)
    μορφόω
    give shape: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)
    μορφόω
    give shape: pres part act masc nom sg
    μορφόω
    give shape: pres inf act (doric)

    Morphologia Graeca > μορφῶν

  • 5 αμόρφων

    ἄμορφος
    misshapen: masc /fem /neut gen pl
    ἀ̱μόρφων, ἀμορφόω
    disfigure: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    ἀ̱μόρφων, ἀμορφόω
    disfigure: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
    ἀμορφόω
    disfigure: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    ἀμορφόω
    disfigure: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > αμόρφων

  • 6 ἀμόρφων

    ἄμορφος
    misshapen: masc /fem /neut gen pl
    ἀ̱μόρφων, ἀμορφόω
    disfigure: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    ἀ̱μόρφων, ἀμορφόω
    disfigure: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
    ἀμορφόω
    disfigure: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    ἀμορφόω
    disfigure: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἀμόρφων

  • 7 ἐπιζητέω

    ἐπιζητέω impf. ἐπεζήτουν; fut. ἐπιζητήσω LXX; 1 aor. ἐπεζήτησα; aor. pass. ἐπεζητήθην Tobit 2:8 S (s. ζητέω; Hdt.+).
    to try to find out someth., search for, seek after
    lit. τινά someone (PHamb 27, 4 [250 B.C.] αὐτὸν ἐπεζήτουν καὶ οὐχ ηὕρισκον; Jos., Ant. 17, 295) Lk 4:42; Ac 12:19.
    inquire, want to know περὶ τῆς θεότητος inquire about the Godhead Hm 10, 1, 4 (w. ἐρευνᾶν). περὶ τῶν μορφῶν ὧν ἐπιζητεῖς about the forms of which you made inquiry v 3, 11, 1; want to know someth. (Philo, Spec. Leg. 1, 46) Ac 19:39; Hs 6, 4, 1; 9, 16, 1.
    discuss, debate, dispute (Aristot., EN 9, 9, 2 [1169b, 13] ἐπιζητεῖται πότερον … ἤ=‘it is debated whether … or’) τὰ ἐπιζητούμενα παρʼ ὑμῖν πράγματα the matters that are in dispute (or being discussed) among you 1 Cl 1:1.
    wish, wish for abs. Dg 11:5. τὶ (Diod S 17, 101, 6; Jos., Ant. 6, 149; 14, 407) Mt 6:32; Lk 12:30; Ro 11:7; Phil 4:17; Hb 11:14. τὴν μέλλουσαν πόλιν 13:14 (cp. Is 62:12). ζωήν Dg 12:6. W. inf. foll. (Polyb. 3, 57, 7; Diod S 19, 8, 4; PTebt 314, 6; TestJob 44:2) Ac 13:7; Dg 11:2. τί ἐπιζητεῖς; what do you want? Hs 7:1.
    desire, want (Theophr. et al.; PLille 7, 6 [III B.C.]; 1 Macc 7:13) σημεῖον of people who want a sign Mt 12:39; 16:4; Lk 11:29 v.l.—M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐπιζητέω

См. также в других словарях:

  • μόρφων — μόρφων, ωνος, ὁ (Α) αυτός που προσποιείται αισθήματα τα οποία δεν έχει, υποκριτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + κατάλ. ων (πρβλ. θεράπ ων)] …   Dictionary of Greek

  • Μορφῶν — Μορφώ the Shapely fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφῶν — μορφάω pres part act masc voc sg μορφάω pres part act neut nom/voc/acc sg μορφάω pres part act masc nom sg (attic epic ionic) μορφάω pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) μορφάζω gesticulate fut part act masc voc sg μορφάζω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»