-
1 глоток
глоток м η γουλιά, η ρουφιξιά одним \глотокком μονορούφι* * *мη γουλιά, η ρουφιξιάодни́м глотко́м — μονορούφι
-
2 залпом
-
3 пить
пить 1пью, пьшь, παρλθ. χρ. пил, пила, пило, (με το αρνητικό μόριο не) не пил, не пила, не пило, не пили;, προστκ. пей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. питый, βρ: пит, пита, пито;ρ.δ.1. πίνω•пить воду πίνω νερό•
пить молоко πίνω γάλα•
пить опить ξαναπίνω•
пить на здоровье... πίνω στην υγεία...
μτφ. ρουφώ, τραβώ.2. πίνω οινοπνευματώδη ποτά.• μεθώ•он пьт αυτός πίνει.
εκφρ.пить залпом – πίνω μονορούφι, μονοκοπανιά•дать пить – (απλ.) α) δίνω μάθημα, τιμωρώ, συγυρίζω, περιποιούμαι (καλά); β) προξενώ ζημιά, βλάβη•пей да дело – παρμ. πίνε, όμως να μή σε πίνει (να μη παραλογείς)•как пить дать (дадут) – σίγουρα, οπωσδήποτε, απαραίτητα.1. πίνομαι.2. επιθυμώ, θέλω να πιώ.пить 2-я ουδ.βλ. питие.
См. также в других словарях:
μονορούφι — επίρρ. τροπ. 1. μονομιάς, με μια κίνηση, χωρίς ανάσα: Ήπιε μονορούφι ένα μπουκάλι νερό. 2. μτφ., συνεχώς, χωρίς διακοπή: Διάβασα την Οδύσσεια μονορούφι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μονορούφι — επίρρ. 1. με μια ρουφηξιά, μονομιάς («ήπιε το κρασί μονορούφι») 2. συνεχώς, χωρίς διακοπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ρουφώ] … Dictionary of Greek
εξαμυστίζω — ἐξαμυστίζω (Α) πίνω αμυστί, απνευστί, μονορούφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αμυστίζω «πίνω μονορούφι»] … Dictionary of Greek
άμυστις — ἄμυστις ( ιος και ιδος), η (Α) 1. η δίχως αναπνοή άφθονη πόση, μεγάλη ρουφηξιά, μονορούφι 2. το να πίνει κανείς πολύ, φιλοποσία 3. μεγάλο κύπελλο που χρησιμοποιούσαν οι οράκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμυστί. ΠΑΡ. αρχ. ἀμυστίζω] … Dictionary of Greek
αδευτέρωτος — η, ο [δευτερώνω] 1. αυτός που δεν γίνεται ή δεν έγινε για δεύτερη φορά, ανεπανάληπτος 2. (για χωράφια) αυτός που δεν οργώθηκε δεύτερη φορά επίρρ. αδευτέρωτα μονορούφι, μια κι έξω … Dictionary of Greek
αθροοποσία — ἀθροοποσία, η (Α) αθρόα πόση, το να αδειάζει κανείς μεμιάς το ποτήρι του, να πίνει το κρασί του μονορούφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθρόος + πόσις < πίνω] … Dictionary of Greek
αμυστί — ἀμυστὶ επίρρ. (Α) δίχως αναπνοή, μονορούφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μύω «κλείνω, είμαι κλεισμένος, κυρίως όμως για πρόσωπα: κλείνω τα μάτια». ΠΑΡ. αρχ. ἄμυστις] … Dictionary of Greek
αμυστίζω — ἀμυστίζω (Α) [ἄμυστις] πίνω μονορούφι, με μια γουλιά … Dictionary of Greek
απνευστί — (Α ἀπνευστί) επίρρ. με μιαν ανάσα, μονορούφι αρχ. χωρίς πνοή, χωρίς ανάσα … Dictionary of Greek
επισπάδην — ἐπισπάδην (Α) επίρρ. μονορούφι («ἤν... πίῃ αὐτοῡ ἐπισπάδην πολλόν», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επισπάω «σύρω πίσω μου, πίνω» + επίθημα δην (πρβλ. βά δην, συστά δην)] … Dictionary of Greek
εφέλκω — (Α ἐφέλκω, ιων. τ. ἐπέλκω) σύρω, τραβώ προς το μέρος μου αρχ. 1. σύρω, τραβώ κάτι πίσω από κάποιον 2. οδηγώ σέρνοντας («ἐκ τοῡ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσα», Ηρόδ.) 3. (για πλοίο) ρυμουλκώ («ναῡς ὥς ἐφέλξω», Ηρόδ.) 4. (για άρρωστα ζώα ή ανθρώπους)… … Dictionary of Greek