Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

μονορούφι

См. также в других словарях:

  • μονορούφι — επίρρ. τροπ. 1. μονομιάς, με μια κίνηση, χωρίς ανάσα: Ήπιε μονορούφι ένα μπουκάλι νερό. 2. μτφ., συνεχώς, χωρίς διακοπή: Διάβασα την Οδύσσεια μονορούφι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονορούφι — επίρρ. 1. με μια ρουφηξιά, μονομιάς («ήπιε το κρασί μονορούφι») 2. συνεχώς, χωρίς διακοπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ρουφώ] …   Dictionary of Greek

  • εξαμυστίζω — ἐξαμυστίζω (Α) πίνω αμυστί, απνευστί, μονορούφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αμυστίζω «πίνω μονορούφι»] …   Dictionary of Greek

  • άμυστις — ἄμυστις ( ιος και ιδος), η (Α) 1. η δίχως αναπνοή άφθονη πόση, μεγάλη ρουφηξιά, μονορούφι 2. το να πίνει κανείς πολύ, φιλοποσία 3. μεγάλο κύπελλο που χρησιμοποιούσαν οι οράκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμυστί. ΠΑΡ. αρχ. ἀμυστίζω] …   Dictionary of Greek

  • αδευτέρωτος — η, ο [δευτερώνω] 1. αυτός που δεν γίνεται ή δεν έγινε για δεύτερη φορά, ανεπανάληπτος 2. (για χωράφια) αυτός που δεν οργώθηκε δεύτερη φορά επίρρ. αδευτέρωτα μονορούφι, μια κι έξω …   Dictionary of Greek

  • αθροοποσία — ἀθροοποσία, η (Α) αθρόα πόση, το να αδειάζει κανείς μεμιάς το ποτήρι του, να πίνει το κρασί του μονορούφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθρόος + πόσις < πίνω] …   Dictionary of Greek

  • αμυστί — ἀμυστὶ επίρρ. (Α) δίχως αναπνοή, μονορούφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μύω «κλείνω, είμαι κλεισμένος, κυρίως όμως για πρόσωπα: κλείνω τα μάτια». ΠΑΡ. αρχ. ἄμυστις] …   Dictionary of Greek

  • αμυστίζω — ἀμυστίζω (Α) [ἄμυστις] πίνω μονορούφι, με μια γουλιά …   Dictionary of Greek

  • απνευστί — (Α ἀπνευστί) επίρρ. με μιαν ανάσα, μονορούφι αρχ. χωρίς πνοή, χωρίς ανάσα …   Dictionary of Greek

  • επισπάδην — ἐπισπάδην (Α) επίρρ. μονορούφι («ἤν... πίῃ αὐτοῡ ἐπισπάδην πολλόν», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επισπάω «σύρω πίσω μου, πίνω» + επίθημα δην (πρβλ. βά δην, συστά δην)] …   Dictionary of Greek

  • εφέλκω — (Α ἐφέλκω, ιων. τ. ἐπέλκω) σύρω, τραβώ προς το μέρος μου αρχ. 1. σύρω, τραβώ κάτι πίσω από κάποιον 2. οδηγώ σέρνοντας («ἐκ τοῡ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσα», Ηρόδ.) 3. (για πλοίο) ρυμουλκώ («ναῡς ὥς ἐφέλξω», Ηρόδ.) 4. (για άρρωστα ζώα ή ανθρώπους)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»