Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μολύνει

См. также в других словарях:

  • μολυνεῖ — μολύνω stain fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) μολύνω stain fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολύνει — μολύ̱νει , μολύνω stain aor subj act 3rd sg (epic) μολύ̱νει , μολύνω stain pres ind mp 2nd sg μολύ̱νει , μολύνω stain pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • осквьрнѧти — ОСКВЬРНѦ|ТИ (47), Ю, ѤТЬ гл. 1.Осквернять: Горе блѹдьникѹ. осквьрнѧѥть бо ризѹ невѣстьникѹ. да иц҃рьства брака съ стѹдъмь изгънанъ бѹдеть (ῥυποῖ) Изб 1076, 79 об.; Осквьрнѧѥть свою д҃шѫ шъпътьникъ (μολύνει) Там же, 180; Аще ктѡ единѣмь окомь… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • έρπης — Ιογενής πάθηση του δέρματος και των βλεννογόνων, που χαρακτηρίζεται από φυσαλιδώδες εξάνθημα. Διακρίνεται στον απλό έ. και στον έ. ζωστήρα. Ο απλός έ. είναι ιδιαίτερα συχνή νόσος, που προσβάλλει κατά προτίμηση τις περιοχές γύρω από το στόμα, τη… …   Dictionary of Greek

  • κοριός — Κοινή ονομασία ετεροπτέρων εντόμων της τάξης των ημιπτέρων. Πρόκειται για αιμοφάγα παράσιτα των θηλαστικών –συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου– και ορισμένων πτηνών. Το σώμα τους είναι μικρό και πεπλατυσμένο, ενώ απουσιάζουν τα μάτια και πολλές …   Dictionary of Greek

  • μίασμα — το (ΑΜ μίασμα) [μιαίνω] 1. το αποτέλεσμα τού μιαίνω, μόλυσμα, ρύπος («μὴ μίασμα τών φυτευσάντων λάβῃς», Σοφ.) 2. (για πρόσ.) ο ηθικά επιζήμιος για τον περίγυρό του («μίασμα χώρας... ἐλαύνειν», Σοφ.) 3. (γενικά) έμβιος ή άβιος νοσογόνος παράγοντας …   Dictionary of Greek

  • μεμόσει — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μολύνει» …   Dictionary of Greek

  • μενάσσει — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μολύνει» …   Dictionary of Greek

  • μιάντης — μιάντης, ὁ (Α) [μιαίνω] αυτός που μιαίνει, που μολύνει, ο μιάστωρ* …   Dictionary of Greek

  • μιάστωρ — ο (Α μιάστωρ) νεοελλ. ζωολ. γένος νηματόκερων δίπτερων εντόμων τής οικογένειας cecidomyidae αρχ. 1. άθλιος άνθρωπος ο οποίος έχει μιανθεί με έγκλημα που έχει κάνει και μολύνει και τους άλλους, ένοχος, κακούργος 2. εκδικητής, τιμωρός εγκλήματος, ο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»