-
1 μοιχος
ὅ прелюбодей, совратитель, развратник Plat., Arph. etc. -
2 μοιχός
{сущ., 4}прелюбодей, совратитель, развратник.Ссылки: Лк. 18:11; 1Кор. 6:9; Евр. 13:4; Иак. 4:4. LXX: 5003 ( ףאנ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μοιχός
-
3 μοιχός
{сущ., 4}прелюбодей, совратитель, развратник.Ссылки: Лк. 18:11; 1Кор. 6:9; Евр. 13:4; Иак. 4:4. LXX: 5003 ( ףאנ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μοιχός
-
4 μοιχός
ο изменник, нарушитель супружеской верности; прелюбодей (уст.) -
5 μοιχός
прелюбодей, совратитель, развратник; LXX: (נאף).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μοιχός
-
6 3432
{сущ., 4}прелюбодей, совратитель, развратник.Ссылки: Лк. 18:11; 1Кор. 6:9; Евр. 13:4; Иак. 4:4. LXX: 5003 ( ףאנ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3432
См. также в других словарях:
μοιχός — adulterer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιχός — ο (ΑΜ μοιχός) αυτός που διαπράττει μοιχεία μσν. 1. αυτός που συνευρίσκεται με κοπέλα μικρής ηλικίας, διαφθορέας 2. αυτός που παραποιεί, που διαστρέφει κάτι μσν. αρχ. (για αρσενοκοιτία) εραστής, επιβήτορας αρχ. 1. αυτός που λατρεύει τα είδωλα,… … Dictionary of Greek
μοιχός — ο θηλ. μοιχαλίδα ο παντρεμένος που παραβαίνει τη συζυγική πίστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοιχοί — μοιχός adulterer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιχούς — μοιχός adulterer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιχέ — μοιχός adulterer masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιχόν — μοιχός adulterer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιχάς — μοιχάς, άδος, ἡ (ΑΜ) [μοιχός] (θηλ. τού μοιχός) 1. μοιχική («μοιχάς εὐνή», Τζέτζ.) 2. (δ. γρφ.) μοιχαλίδα … Dictionary of Greek
μοιχή — μοιχή, ἡ (Α) [μοιχός] (σπάν. θηλ. τού μοιχός) η μοιχαλίδα … Dictionary of Greek
μοιχίς — μοιχίς, ίδος, ἡ (Α) [μοιχός] (σπάν. θηλ. τού μοιχός) μοιχαλίδα … Dictionary of Greek
μοιχεύω — (ΑΜ μοιχεύω) [μοιχός] διαπράττω μοιχεία, παραβαίνω τη συζυγική πίστη, είμαι μοιχός, συνευρίσκομαι με έγγαμη γυναίκα («οὐ μοιχεύσεις», ΠΔ) μσν. 1. (για ζώα) συνουσιάζομαι 2. μτφ. α) μολύνω ηθικά β) παραποιώ, αλλοιώνω, διατρέφω (μσν. αρχ.)1.… … Dictionary of Greek