Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μοιχαλίς

См. также в других словарях:

  • μοιχαλίς — μοιχαλίς, ίδος, ἡ (ΑΜ) βλ. μοιχαλίδα …   Dictionary of Greek

  • μοιχαλίς — unfaithful to God fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχαλίδα — μοιχαλίς unfaithful to God fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχαλίδας — μοιχαλίς unfaithful to God fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχαλίδες — μοιχαλίς unfaithful to God fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχαλίδι — μοιχαλίς unfaithful to God fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχαλίδος — μοιχαλίς unfaithful to God fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχαλίδων — μοιχαλίς unfaithful to God fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχαλίν — μοιχαλίς unfaithful to God fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχαλίσι — μοιχαλίς unfaithful to God fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχαλίδα — η (ΑΜ μοιχαλίς, ίδος) έγγαμη γυναίκα που διαπράττει μοιχεία, που απατά τον άνδρα της νεοελλ. πόρνη μσν. αρχ. ως επίθ. διεφθαρμένη («γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῑον ἐπιζητεῑ», ΚΔ) | αρχ. 1. γυναίκα που δεν πιστεύει στον θεό, άπιστη 2. η τάση… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»