-
1 μισθός
[мистос] ουσ а. заработная плата, гонорар,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μισθός
-
2 жалованье
-я ουδ.1. μισθός, αποδοχές•жалованье двойное жалованье διπλός μισθός•
половинное жалованье μισός μισθός, ημιμίσθιο•
получить жалованье от, состоять в -ьи у... μισθοδοτούμαι απο•
месячное жалованье ο μηνιάτικος μισθός (το μηνιάτικο).
2. παλ. αμοιβή, δώρο (για υπηρεσία κ.τ.τ.).3. παλ. βράβευση, επιβράβευση. -
3 заработок
заработокм τό ἔσοδο, τό μεροκάματο, ὁ μισθός:месячный \заработок ὁ μισθός, τό μη-νιάτικο· годовой \заработок ὁ ἐτήσιος μισθός· побочный \заработок τό ἔκτακτο ἔσοδο. -
4 заработок
-
5 зарплата
зарплата ж (заработная плата) οι αποδοχές ο μισθός (оклад)* * *ж(за́работная пла́та) οι αποδοχές; ο μισθός ( оклад) -
6 оклад
-
7 плата
плата ж η πληρωμή· входная \плата το εισιτήριο* заработная \плата οι αποδοχές, ο μισθός· \плата за проезд η πληρωμή για τη διαδρομή, τα ναύλα* * *жη πληρωμήвходна́я пла́та — το εισιτήριο
за́работная пла́та — οι αποδοχές, ο μισθός
пла́та за прое́зд — η πληρωμή για τη διαδρομή, τα ναύλα
-
8 заработный
заработныйприл:\заработныйая плата а) ὁ μισθός (служащих), 6)τό μεροκάματο, οἱ ἀποδοχές (рабочих)· реальная \заработныйая плата ὁ πραγματικός μισθός. -
9 содержание
содержани||ес1. (содержимое чего-л., сущи́ость) τό περιεχόμενο[ν]:руда с богатым \содержаниеем железа μετάλλευμα πλούσιο σέ σίδηρο· краткое \содержание статьи ἡ περίληψη τοῦ ἄρθρου· \содержание кни́ги τό περιεχόμενον τοῦ βιβλίου· \содержание лекции τό θέμα τής διαλεξεως· форма и \содержание ἡ μορφή καί τό περιεχόμενο·2. (средства существования) ἡ συντήρηση [-ις], ἡ διατήρηση [-ις]:расходы на \содержание семьи τά ἔξοδα γιά τήν συντήρησην τής οίκογένειας·3. (заработная плата) ὁ μισθός, οἱ ἀποδοχές:денежное \содержание воен. ὁ μισθός στρατιώτη· отпуск без сохранения \содержаниея ἀδεια χωρίς ἀποδοχές·4. (оглавление) τά περιεχόμενα, ὁ πίνα-κας [-αξ] τών περιεχομένων ◊ \содержание под арестом ἡ κράτηση· быть на \содержаниеи μέ συντηρεί κάποιος. -
10 ставка
ставк||а Iас1. (тариф и т. ἡ.) ὁ μισθός:\ставка заработной платы ὁ μισθός·2. (в игре) ἡ μίζα, ἡ πόστα·3. (ориентация) ἡ γραμμή, ἡ κατεύθυνση, ὁ προσανατολισμός· ◊ очная \ставка юр. ἡ ἀντι-παράσταση· делать \ставкау ὑπολογίζω, στηρίζομαι, προσανατολίζομαι σέ κάτι· делать последнюю \ставкау κάνω τήν τελευταία ἀπόπειρα, τά παίζω ὅλα γιά ὅλα.ставка II ж воен. ἡ ἔδρα:\ставка Верховного главнокомандующего τό στρατη-γεῖον. -
11 заработок
-тка α. μισθός, αποδοχές•месячный заработок μηνιαίος μισθός, μηνιαίο, μηνιάτικο•
годовой заработок ετήσιες αποδοχές, χρονιάτικο.
-
12 заработок
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заработок
-
13 оклад
1. (дверной) το πλαίσιο της θύρας/πόρτας 2. (размер регулярного денежного вознаграждения за выполняемую работу) о μισθός, οι μηνιαίες αποδοχές, το μηνιάτικο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оклад
-
14 плата
1. (денежный взнос за услуги) η πληρωμή, το τίμημα, η αμοιβήбез дополнительной - ы χωρίς συμπληρωματική -, освобождение от - ы απελευθέρωση από την -арендная - για ενοικίαση/μίσθωση, το μίσθιο/ενοίκιοзаработная - ο μισθός, οι αποδοχές (πλ.)поразговорная (тлф) - βάσει του χρόνου συνδιάλεξης 2 (диэлектрическая пластина) η διηλεκτρική πλάκαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > плата
-
15 сдельный
(πληρωμή ή εργασία) με την παραγωγήμε το κομμάτιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сдельный
-
16 содержание
1. (то, что излагается, изображается, содержимое) τα περιεχόμενα, ο πίνακας των περιεχομένων 2. (наличие вещества в смеси, сплаве и т.п.) η περιεκτικότητα 3. (уход) η συντήρηση, η διατήρηση 4 (денежное вознаграждение за работу, службу) οι αποδοχές, о μισθός 5. (лоп, филос.) η ύπαρξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > содержание
-
17 жалованье
жалованьес ὁ μισθός, οἱ ἀποδοχές. -
18 за
запредлог с вин. и твор. под.1. (сзади, позади, вне) πίσω, πέρα, ἀπό, ὀπισθεν / πέραν (по ту сторону):уехать за город φεύγω γιά τήν ἐξοχή· жить за городом μένω στά προάστεια· стать за дерево στέκομαι πίσω ἀπό τό δέντρο·2. (около, возле, вокруг) σέ, είς, κοντά, γύρω ἀπό:садиться за стол κάθομαι στό τραπέζι· сидеть за работой κάθομαι καί δουλεύω, εἶμαι στρωμένος στή δουλειά·3. (на расстоянии) σέ ἀπόσταση:за сто километров от Ленинграда σέ ἀπόσταση ἐκατό χιλιομέτρων ἀπό τό Λένινγκραντ·4. (раньше на какое-л. время) πρίν, πρό:за три дня до праздников τρεις μέρες πρίν ἀπό τίς γιορτές·5. (в течение) στή διάρκεια σέ:заработок за год ὁ ἐτήσιος μισθός· многое сделано нами за неделю μέσα σέ μιά ἐβδομάδα κάναμε πολλή δουλειά·6. (следом) πίσω ἀπό, μετά ἀπό:вслед за кем-л. μετά κάποιον, πίσω ἀπό κάποιον идите за мной ἀκολουθείστε με, ἐλἄτε μαζύ μου· друг за другом ὁ ἔνας πίσω ἀπό τόν ἀλλον гнаться за вором κυνηγῶ τόν κλέφτη·7. (при прикосновении):брать за руку πιάνω ἀπό τό χέρι·8. (при указании цели действия) γιά, ὑπέρ:бороться за мир ἀγωνίζομαι γιά τήν είρήνη·9. (вместо) γιά:работать за двоих ἐργάζομαι γιά δυό·10. (при указании стоимости, цены):купить за двадцать пять рублей ἀγοράζω των είκοσι πέντε ρουβλιών за наличные деньги τοις μετρητοίς·11. (при указании лица, предмета, который нужно достать, привести):идти́ за водой πηγαίνω γιά νερό· посылать за доктором στέλνω νά φέρω γιατρό, φωνάζω τό γιατρό·12. (вследствие) λόγω, ἐνεκα, ἐξ αἰτίας:за недостатком времени ἀπό Ελλειψη χρόνου·13. (по причине) λόγω, ἐξ αίτιας, ἐνεκα:награждать за что-л. βραβεύω γιά κάτι· ◊ приниматься за работу ἀρχίζω τή δουλειά· ей за 50 лет εἶναι πάνω ἀπό 50 χρονών за подписью кого́-л. μέ τήν ὑπογραφή ὁποιουδήποτἐ за Здоровье кого́-л. στήν ὑγεία κάποιου· за ваше здоровье στήν ὑγειά σας· за исключением ἐκτος, ἐξαιρέσει· за и против ὑπέρ καί κατά· ни за что (на свете) γιά τίποτα στον κόσμο, ἐπ' ούδενί τρόπω· за <^ет кого-л. а) γιά λογαριασμό κάποιου, °) σέ βάρος κάποιου (в ущерб кому-л.)· шаг за шагом βήμα προς βήμα· за мой счет μέ δικά μου Ιξοδα. -
19 месячный
месячныйприл μηνιαίος, μηνιάτικος:\месячный оклад τό μηνιάτικο, ὁ μισθός. -
20 недельный
недельныйприл ἐβδομαδιαίος, βδομαδιάτικος:\недельный заработок τό βδομαδιάτικο, ὁ ἐβδομαδιαίος μισθός· \недельный срок σέ μιά βδομάδα, ἐντός μιᾶς ἐβδομάδος.
См. также в других словарях:
μισθός — hire masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από … Dictionary of Greek
μισθός — ο το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται για εργασία ενός μήνα: Παρά τις αυξήσεις στην αγορά οι μισθοί παρέμειναν σταθεροί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μισθὸς ἀρετὴς ἔπαινος. — См. По заслуге и почет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μισθοῖο — μισθός hire masc gen sg (epic) μισθόω let out for hire pres opt mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθοῖς — μισθός hire masc dat pl μισθόω let out for hire pres opt act 2nd sg μισθόω let out for hire pres subj act 2nd sg μισθόω let out for hire pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθοῖσιν — μισθός hire masc dat pl (epic ionic aeolic) μισθόω let out for hire pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) μισθόω let out for hire pres subj act 3rd sg (epic) μισθόω let out for hire pres ind act 3rd pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθοί — μισθός hire masc nom/voc pl μισθόω let out for hire pres subj mp 2nd sg μισθόω let out for hire pres ind mp 2nd sg μισθόω let out for hire pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθοῦ — μισθός hire masc gen sg μισθόω let out for hire pres imperat mp 2nd sg μισθόω let out for hire imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθούς — μισθός hire masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθῶ — μισθός hire masc gen sg (doric aeolic) μισθόω let out for hire pres subj act 1st sg μισθόω let out for hire pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)