Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

μιλώ

  • 1 parler

    μιλώ

    Dictionnaire Français-Grec > parler

  • 2 mluvení

    μιλώ

    Česká-řecký slovník > mluvení

  • 3 mluvit

    μιλώ

    Česká-řecký slovník > mluvit

  • 4 promluvit

    μιλώ

    Česká-řecký slovník > promluvit

  • 5 vymluvit

    μιλώ

    Česká-řecký slovník > vymluvit

  • 6 mówić

    μιλώ

    Słownik polsko-grecki > mówić

  • 7 odezwać

    μιλώ

    Słownik polsko-grecki > odezwać

  • 8 przemawiać

    μιλώ

    Słownik polsko-grecki > przemawiać

  • 9 konuş|mak

    μιλώ, ομιλώ

    Türkçe-Yunanca Sözlük > konuş|mak

  • 10 выступать

    выступать, выступить 1) (выйти вперёд) προεξέχω 2) (отправляться) αναχωρώ, ξεκινώ 3) (публично) μιλώ ( δημόσια) εμφανίζομαι, παίζω (об актёре) \выступать перед микрофоном μιλώ στο μικρόφωνο·\выступать с предложением κάνω πρόταση
    * * *
    = выступить
    1) ( выйти вперёд) προεξέχω
    2) ( отправляться) αναχωρώ, ξεκινώ
    3) ( публично) μιλώ (δημόσια); εμφανίζομαι, παίζω ( об актёре)

    выступа́ть пе́ред микрофо́ном — μιλώ στο μικρόφωνο

    выступа́ть с предложе́нием — κάνω πρόταση

    Русско-греческий словарь > выступать

  • 11 говорить

    говорить μιλώ, λέγω что вы \говоритьйте? τι λέτε; вы \говоритьите по-гречески? μιλάτε ελληνικά;я немного \говоритью по-гречески μιλώ λίγο ελληνικά \говоритьят, что... λένε ότι...· \говоритьит Москва! μιλά η Μόσχα! иначе \говоритья με άλλα λόγια
    * * *
    μιλώ, λέγω

    что вы говори́те? — τι λέτε

    вы говори́те по-гре́чески? — μιλάτε ελληνικά

    я немно́го говорю́ по-гре́чески — μιλώ λίγο ελληνικά

    говоря́т, что... — λένε ότι...

    говори́т Москва́! — μιλά η Μόσχα!

    ина́че говоря́ — με άλλα λόγια

    Русско-греческий словарь > говорить

  • 12 разговаривать

    разговаривать
    несов (ό)μιλώ, συνομιλώ/ συζητώ, κουβεντιάζω (беседовать):
    \разговаривать с кем-л. μιλώ (или κουβεντιάζω) μέ κάποιον \разговаривать с самим собой μιλώ μόνος μου· \разговаривать по-гречески (6)μιλῶ ἐλληνικά· \разговаривать о му́зыке συζητώ περί μουσικής· не стоит и \разговаривать об этом δέν ἀξίζει νά μι*οῦμε γι ' αὐτό.

    Русско-новогреческий словарь > разговаривать

  • 13 speak

    [spi:k]
    past tense - spoke; verb
    1) (to say (words) or talk: He can't speak; He spoke a few words to us.) μιλώ,λέω
    2) ((often with to or (American) with) to talk or converse: Can I speak to/with you for a moment?; We spoke for hours about it.) μιλώ,συζητώ
    3) (to (be able to) talk in (a language): She speaks Russian.) μιλώ
    4) (to tell or make known (one's thoughts, the truth etc): I always speak my mind.) λέω,εκφράζω
    5) (to make a speech, address an audience: The Prime Minister spoke on unemployment.) βγάζω λόγο
    - speaking
    - spoken
    - - spoken
    - generally speaking
    - speak for itself/themselves
    - speak out
    - speak up
    - to speak of

    English-Greek dictionary > speak

  • 14 говорить

    ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χ ρ., говоренный, βρ: -рен, -рена, -рено.
    1. ομιλώ, μιλώ, κρένω•

    ребенок еще не -ит το παιδάκι ακόμα δε μιλά.

    || κατέχω ξένη γλώσσα•

    говорить по-русски μιλώ ρωσικά.

    2. λέγω, λέω•

    говорить правду λέγω την αλήθεια•

    говорить ложь λέγω ψέματα, ψεύδομαι.

    || διηγούμαι. || μτφ. εμφυσώ, εμπνέω. || μτφ. υπαγορεύω.
    3. συνομιλώ, κουβεντιάζω. || φημολογώ•

    -ят, что вы нвлвдим λένε πως είστε ακοινώνητος.

    || μαρτυρώ, αποδείχνω•

    факты -ят τα έργα (πράξεις) λένε.

    εκφρ.
    говорить на разных языках – μιλούμε σε διάφορες γλώσσες (δεν καταλαβαίνομε ο ένας το άλλον, δεν συνεννοούμαστε)•
    тебе -ят – εσένα λένε (άκουσε)•
    вам -ю – εσάς μιλώ (ακούτε)•
    и не -ите – ούτε λόγος να γίνεται, δε χρειάζεται κουβέντα (αναμφίβολα, οπωσδήποτε)•
    иначе -я – με άλλα λόγια•
    само за себя -ит – μιλάει το ίδιο, είναι αυτονόητο, αυτοφανές, αυτόδηλο•
    что и говорить – τι να πω (είναι σωστό)•
    что ή как ни -и – ό,τι, όσο και να πεις•
    что вы -ите! – τι λέτε!•
    это -ит в его пользу – αυτό είναι υπέρ αυτού, προς όφελος του•
    не -я уже – για να μην πω ακόμα.
    1. λέγομαι, μιλιέμαι• προφέρομαι. || αναφέρομαι.
    2. έχω διάθεση γιά κουβέντα.
    3. φημολογούμαι• λέγομαι•

    как -ится όπως λέγεται.

    Большой русско-греческий словарь > говорить

  • 15 разговаривать

    ρ.δ.
    1. συνομιλώ, κουβεντιάζω• μιλώ•

    разговаривать по-русски μιλώ ρωσικά.• со-сди -ли до поздней ночи οι γείτονες κουβέντιαζαν ως αργά τη νύχτα•

    работай, некогда разговаривать δούλευε, δεν είναι καιρός για κουβέντα•

    с ним никто не -ет μ αυτόν κανένας δε μιλά•

    мы -ем о музыке, о литературе, об исскустве μιλούμε για τη μουσική, τα Γράμματα, την Τέχνη•

    разговаривать с самим собою μονολογώ, μιλώ με τον εαυτό μου•

    не стоит и разговаривать δεν αξίζει να γίνεται κουβέντα•

    не -ете с таким тоном μη μιλάτε με τέτοιο τόνο•

    довольно -! φτάνει το κουβεντολόι!

    2. βλ. разговорить.

    Большой русско-греческий словарь > разговаривать

  • 16 тон

    -а, πλθ. тона κ. тоны α.
    1. (μουσ. κ. φυσ.) τόνος• ήχος• φθόγγος•

    низкий тон χαμηλός τόνος•

    -ие -а υψηλοί τόνοι.

    2. (μουσ.) το μεταξύ δυο φθόγγων κανονικό διάστημα.
    3. βλ. тональность• мажорный тон ο τόνος ματζόρε•

    минорный тон ο τόνος μινόρε.

    4. ο χαρακτήρας, η χροιά ήχου, φωνής•

    чистый тон музыкального инструмента καθαρός ήχος μουσικού οργάνου.

    5. ο τόνος ομιλίας, ύφος λόγου•

    повелительный тон προστακτικός τόνος.

    || στυλ λόγου ή έργου•

    полемический тон πολεμικός τόνος.

    || χαρακτήρας, τρόπος (συμπεριφοράς, ζωής κλπ.).
    6. χρώμα, χρωματισμός• απόχρωση•

    светлые -ы οι φωτεινοί τόνοι των χρωμάτων, τα φωτεινά χρώματα.

    εκφρ.
    в тон – ομοιοχρωμία, ομοχρωμία•
    в тон (говорить сказать) – με φυσικό τόνο (λέγω, μιλώ)•
    под тон – στον ίδιο τόνο (στυλ, πνεύμα)•
    -ом выше (говорить, сказать) – με ανεβασμένο τον τόνο της φωνής (μιλώ, λέγω)•
    -ом ниже (говорить, сказать) – με χαμηλό τόνο (μιλώ, λέγω)•
    задавать тонπαλ. σοβαρεύομαι, παίρνω σοβαρό ύφος• περηφανεύομαι•
    задать (дать) тон – α) μουσ. δίνω τόνο, βάση (για έναρξη τραγουδιού), β) δίνω κατεύθυνση, πορεία: дать тон собранию δίνω τον τόνο στη συνέλευση, γ) δείχνω το παράδειγμα•
    повысить – υψώνω τον τόνο της φωνής•
    сбавить (снизить, понизить) тон – χαμηλώνω τον τόνο της φωνής•
    попасть в тон – λέγω ή πράττω κάτι πετυχημένα, βαρώ στο ψητό.

    Большой русско-греческий словарь > тон

  • 17 громко

    громко φωναχτά, δυνατά \громко говорить μιλώ φωναχτά
    * * *
    φωναχτά, δυνατά

    гро́мко говори́ть — μιλώ φωναχτά

    Русско-греческий словарь > громко

  • 18 поговорить

    поговорить μιλώ, κουβεντιάζω· я должен \поговорить с тобой πρέπει να σου μιλήσω* \поговорить ещё раз ξαναμιλώ
    * * *
    μιλώ, κουβεντιάζω

    я до́лжен поговори́ть с тобо́й — πρέπει να σου μιλήσω

    поговори́ть ещё раз — ξαναμιλώ

    Русско-греческий словарь > поговорить

  • 19 разговаривать

    разговаривать μιλώ* κουβεντιάζω, συζητώ (беседовать)
    * * *
    μιλώ; κουβεντιάζω, συζητώ ( беседовать)

    Русско-греческий словарь > разговаривать

  • 20 телефон

    телефон м το τηλέφωνο· номер \телефона о αριθμός τηλεφώνου; говорить по \телефону μιλώ με το τηλέφωνο; звонить по \телефону τηλεφωνώ; позвать к \телефону καλώ στο τηλέφωνο; я у \телефона! εμπρός! \телефон не работает το τηλέφωνο δε λειτουργεί
    * * *
    м
    το τηλέφωνο

    но́мер телефо́на — ο αριθμός τηλεφώνου

    говори́ть по телефо́ну — μιλώ με το τηλέφωνο

    звони́ть по телефо́ну — τηλεφωνώ

    позва́ть к телефо́ну — καλώ στο τηλέφωνο

    я у телефо́на! — εμπρός!

    телефо́н не рабо́тает — το τηλέφωνο δε λειτουργεί

    Русско-греческий словарь > телефон

См. также в других словарях:

  • μιλώ — έω και άω 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ («το παιδί άργησε πολύ να μιλήσει») 2. συζητώ, συνδιαλέγομαι («μιλάνε συνέχεια και δεν μπορώ να διαβάσω από τη φασαρία») 3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον 4. εκφωνώ λόγο 5. γνωρίζω μια… …   Dictionary of Greek

  • μιλώ — μίλησα, μιλήθηκα, μιλημένος 1. ομιλώ, κουβεντιάζω, συνομιλώ: Μιλήσαμε για την πολιτική κατάσταση της χώρας. 2. η μτχ., μιλημένος αυτός που συμφώνησε με κάποιον άλλο για να κάνει μια εξυπηρέτηση. 3. φρ., «Μιλώ με το σεις και με το σας»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μιλώ — μιλάω / μιλώ, μίλησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μίλω — μί̱λω , μῖλος yew fem nom/voc/acc dual μί̱λω , μῖλος yew fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίλῳ — μί̱λῳ , μῖλος yew fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγουρομιλώ — μιλώ σε κάποιον απότομα, άσχημα …   Dictionary of Greek

  • ακριτολογώ — μιλώ χωρίς σκέψη, επιπόλαια, ανόητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριτολόγος. ΠΑΡ. ακριτολόγημα] …   Dictionary of Greek

  • κρυφολέω — μιλώ κρυφά ή ψιθυριστά, κρυφοψιθυρίζω …   Dictionary of Greek

  • κρυφομουρμουρίζω — μιλώ κατ ιδίαν ή συζητώ με άλλον ψιθυριστά, κρυφά, χωρίς να ακούγομαι …   Dictionary of Greek

  • ερρινίζω — μιλώ με φωνή που βγαίνει από τη μύτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλατειάζω — μιλώ με πολλά λόγια, περιττολογώ, πολυλογώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»