-
1 μιλτηλιφής
A painted with μίλτος, painted red, of ships, Hdt.3.58; Com. of Athenians caught by the ruddled rope (cf. μιλτόω), Pl.Com.6 D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μιλτηλιφής
См. также в других словарях:
νεηλιφής — νεηλιφής, ές (Α) αυτός που αλείφθηκε πρόσφατα («νεηλιφεῑς οἰκίαι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)* + ηλιφής (< αλιφ , μηδενισμένη βαθμίδα τού ἀλείφω), πρβλ. μιλτ ηλιφής. Το η τού τ. (αντί αλειφής) οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής… … Dictionary of Greek
νηλιφής — νηλιφής, ές (Α) αυτός που δεν έχει αλειφθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + αλιφής (< αλιφ μηδενισμένη βαθμίδα τού ἀλείφω), πρβλ. μιλτ ηλιφής] … Dictionary of Greek