-
1 μικρός
μικρός (vgl. σμικρός u. μικκός), klein; Hom. nur Il. 5, 801, δέμας μὲν μικρός, klein von Körper, u. Od. 3, 296, μικρὸς δὲ λίϑος μέγα κῠμ' ἀποέργει; Eur. μ' ἔϑρεψε μικρὸν ὄντα, Or. 462; μικρὸς τὸ σῶμα, Ath. XII, 552 c; – von der Zeit, Pind. μικρῷ χρόνῳ, Ol. 12, 12, wie Eur. I. T. 306 u. sonst; εἰς μικρὸν χρόνον, Plat. Rep. VI, 498 b, wo aber wie an anderen Stellen σμικρός v. l. ist; ἐν μικρῷ, bald, Xen. Cyr. 5, 32; πρὸ μικροῦ, vor Kurzem, Poll. 1, 72; – von andern Dingen, οὐ μικρὰν νόσον, Aesch. Prom. 979; μικρὰ λείψανα, Soph. El. 1102. Ggstz von μέγας, O. R. 1083 u. sonst; αἰτίας μικρᾶς πέρι, Eur. Andr. 387; μικρὸς ὁρᾶν vrbdt Ar. Pax 787; πόλις, Xen. Hell. 5, 2, 25; μικρῶν προςτεϑέντων, Isocr. 4, 30; τοὺς μεγαλους μικροὺς ποιεῖν, niedrig, im Ggstz von hochgestellten, Xen. An. 3, 2, 10; ἀργύριον οὐκ ἔχω ἀλλ' ἢ μικρόν τι, wenig, 7, 7, 53, wie μικρὸν ἀργυρίδιον Ar. Plut. 240; bes. auch von der Gesinnung, kleinlich, niedrig denkend, Plut. u. a. Sp. – Adverbial μικρόν, um ein wenig, kaum, Xen. An. 1, 3, 2 u. öfter,. ein weniges, so προϊέναι u. ä.; μικροῦ, beinahe, μικροῦ κἀκεῖνον ἐξετραχήλισεν, Cyr. 1, 4, 9; μικροῦ ἀπεκτείνατε, Dem. 24, 135; Pol. 2, 61, 5 u. Sp.; vollständig μικροῠ δεῖν, Dem. 18, 269; Luc. Somn. 16, u. Plut. öfter; auch οὐ μικρῷ, πολλῷ δὲ γενναιότεροι, nicht um ein weniges, Pol. 1, 64, 6 (vgl. Plat. Legg. III, 698 b); παρὰ μικρὸν ἦλϑον ἀπολέσαι τὰ πράγματα, beinahe, 1, 43, 7; vgl. οὐδὲ παρὰ μικρὸν ἦν κρεῖττον, nicht um ein weniges, 12, 20, 7; παρὰ μικρὸν ἦλϑεν ψυχὴν διακναῖσαι, Eur. Heracl. 295; παρὰ μικρὸν ἦλϑον ἄκριτος ἀποϑανεῖν, Isocr. 17, 42; – κατὰ μικρόν, allmälig, Luc. Gymn. 26; Plut. – Compar. μικρότερος, Luc. Calumn. 3; Plut. u. a. Sp. – Superl. μικρότατος, Xen. Oec. 8, 11; Luc. hist. conscr. 27 u. sonst. – Als unregelmäßige Comp. gehören dazu ἐλάττων, με 'ων u. μειότερος, und Superl. ἐλάχιστος, μεῖστος u. μειότατος, die man einzeln nachsehe. – [Nur bei spätern schlechten Dichtern ist ι zuweilen kurz, Iac. A. P. p. 178. 798.]
См. также в других словарях:
μικρότατος — μῑκρότατος , μικρός small masc nom superl sg μῑκρότατος , σμικρός small masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς … Dictionary of Greek
πάμμικρος — πάμμικρος, ον (Α) ο πάρα πολύ μικρός, μικρότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μικρός] … Dictionary of Greek
ԿՐՏՍԵՐԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 1 1138 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 11c ա. ԿՐՏՍԵՐԱԳՈՅՆ կամ ԿՐՍԵՐԱԳՈՅՆ. νεώτερος , ἑλάχιστος, μικρότατος minor, minimus. Նոյն ընդ վ. (= ԿՐՏՍԵՐ) այսինքն Կրտսեր քան զաւագ եղբայրն. յետին յիմիք կարգի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)