Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μικρότατος

См. также в других словарях:

  • μικρότατος — μῑκρότατος , μικρός small masc nom superl sg μῑκρότατος , σμικρός small masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …   Dictionary of Greek

  • πάμμικρος — πάμμικρος, ον (Α) ο πάρα πολύ μικρός, μικρότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μικρός] …   Dictionary of Greek

  • ԿՐՏՍԵՐԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 1 1138 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 11c ա. ԿՐՏՍԵՐԱԳՈՅՆ կամ ԿՐՍԵՐԱԳՈՅՆ. νεώτερος , ἑλάχιστος, μικρότατος minor, minimus. Նոյն ընդ վ. (= ԿՐՏՍԵՐ) այսինքն Կրտսեր քան զաւագ եղբայրն. յետին յիմիք կարգի …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»