Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μητροπολίτης

См. также в других словарях:

  • μητροπολίτης — ο (ΑΜ μητροπολίτης) [μητρόπολη] (κατά τους βυζαντινούς χρόνους) ο επίσκοπος τής πολιτικής πρωτεύουσας τής επαρχίας, δηλαδή τής μητρόπολης, ο οποίος ήταν διοικητική κεφαλή τού εκκλησιαστικού σώματος τής επαρχίας, συγκαλούσε την επαρχιακή σύνοδο,… …   Dictionary of Greek

  • μητροπολίτης — ο ανώτερος βαθμός των κληρικών, ανώτερος από το βαθμό του επισκόπου, εκκλησιαστικός αρχηγός μιας περιφέρειας, της μητρόπολης, ο δεσπότης: Στη γιορτή του κατηχητικού παραβρέθηκε και ο μητροπολίτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μητροπολίτης — μητροπολί̱της , μητροπολίτης citizen of a masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πέτρος, Μογίλας — Μητροπολίτης Κιέβου. Έζησε τον 17o αι. Καταγόταν από παλιά μολδαβική οικογένεια και ήταν ένας από τους πιο μορφωμένους άνδρες της εποχής του. Μοναχός αρχικά, χειροτονήθηκε εξαιτίας των πνευματικών του χαρισμάτων, σε σύντομο χρονικό διάστημα,… …   Dictionary of Greek

  • Σεραφείμ Πισίδιος — Μητροπολίτης Άγκυρας, μεταφραστής και εκδότης καραμανλίδικων βιβλίων (καραμανλίδικη φιλολογία). Τα βιογραφικά του είναι ελάχιστα γνωστά. Καταγόταν πάντως από την Αττάλεια της Μικράς Ασίας, αλλά έζησε από μικρός στην Κύπρο, όπου μαθήτευσε κοντά… …   Dictionary of Greek

  • μητροπολῖτα — μητροπολίτης citizen of a masc voc sg μητροπολίτης citizen of a masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νοταράς Μακάριος — Μητροπολίτης Κορίνθου και ένας από τους ηγέτες του κινήματος των Κολλυβάδων. Βλ. λ. Μακάριος …   Dictionary of Greek

  • μητροπολῖται — μητροπολίτης citizen of a masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

  • Κύριλλος — I Όνομα τριών αρχιεπισκόπων Κύπρου. 1. Κ. Α’ (; – 1854). Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1849 54), διάδοχος του Ιωαννίκιου. Ήταν συνετός, αλλά άτολμος ιεράρχης, ίσως επειδή φοβόταν μήπως επαναληφθούν στην Κύπρο οι σφαγές του 1821. Στα χρόνια του αυξήθηκε η …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»