Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μητραγύρτης

См. также в других словарях:

  • μητραγύρτης — begging priest of Cybele masc nom sg μητραγυρτέω to be a imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητραγύρτης — ο (Α μητραγύρτης) 1. ως κύριο όν. Μητραγύρτης τίτλος κωμωδίας τού Αντιφάνους 2. συν. στον πληθ. οι μητραγύρτες (κατά την αρχαιότητα) περιπλανώμενοι ιερείς τής Μεγάλης Μητέρας Κυβέλης, οι οποίοι διέδιδαν τη λατρεία τής θεάς, διηγούνταν ιστορίες… …   Dictionary of Greek

  • μητραγύρται — μητραγύρτης begging priest of Cybele masc nom/voc pl μητραγύρτᾱͅ , μητραγύρτης begging priest of Cybele masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητραγυρτῶν — μητραγύρτης begging priest of Cybele masc gen pl μητραγυρτέω to be a pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητραγύρταις — μητραγύρτης begging priest of Cybele masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητραγύρτην — μητραγύρτης begging priest of Cybele masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητραγύρτου — μητραγύρτης begging priest of Cybele masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητραγύρτῃ — μητραγύρτης begging priest of Cybele masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • METRAGYRTA — Graece Μητραγύρτης, Callias vocatur Aristoteli Rhetor. ad Theodect. l. 3. c. 2. Λέγω δ᾿ δ᾿ οἷον, οὐπεὶ τὰ ἐναντία εν τῷ αὐτῷ γένει, τὸ φᾶναι τὸν μὲν πτωχεύοντα ἔυχεςθαι, τὸν δ᾿ ἐυχόμενον πτωχεύειν. ἵτι ἄμφω ἀιτήσεις, τὸ εἰρημένον ἐςτὶ ποιεῖν, Ω῾ς …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μητραγυρτώ — μητρογυρτῶ, έω (Α) [μητραγύρτης] ζητιανεύω σαν να είμαι μητραγύρτης …   Dictionary of Greek

  • μηναγύρτης — μηναγύρτης, ὁ (Α) 1. μητραγύρτης* 2. ως κύριο όν. Μηναγύρτης τίτλος κωμωδιών τού Αντιφάνους και τού Μενάνδρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < Μήν + ἀγύρτης «ζητιάνος» (< ἀγείρω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»