Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

με+τη+διαταγή

  • 61 сыскной

    επ.
    της αναζήτησης• της ανεύρεσης• της ανακάλυψης•

    сыскной приказ διαταγή ανεύρεσης.

    Большой русско-греческий словарь > сыскной

  • 62 удержать

    удержу, удержишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удержанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. κρατώ, συγκρατώ, βαστώ•

    удержать кого–нибудь от падения κρατώ κάποιον να μην πέσει•

    удержать тяжлый предмет на руках κρατώ βαρύ αντικείμενο στα χέρια•

    кучер не -ал лошадей ο αμαξάς δε μπόρεσε να συγκρατήσει τα άλογα•

    неприятеля αναχαιτίζω τον εχθρό.

    2. δεν αφήνω να φύγει•

    мы хотели уйти, но дедушка нас -ал θέλαμε να φύγουμε, όμως ο παππούς μας κράτησε.

    3. μτφ. περιορίζω•

    -жи твой язык μάζεψε τη γλώσσα σου (λίγα τα λόγια σου).

    4. αφήνω•

    удержать за собой сто рублей κρατώ για τον εαυτό μου εκατό ρούβλια.

    || διατηρώ•

    удержать в памяти κρατώ στη μνήμη.

    (στρατ.) διατηρώ•

    приказ удержать захватить и удержать мост διαταγή удержать να καταληφθεί και να κρατηθεί η γέφυρα.

    || (για αποδοχές, μισθό)• κάνω κρατήσεις.
    1. κρατιέμαι•

    еле -лся на ногах μόλις μπόρεσα να κρατηθώ στα πόδια•

    я не смог удержать δεν μπόρεσα να κρατηθώ.

    2. διατηρούμαι• διαρκώ•

    их мнение про меня -лась долго η γνώμη τους για μένα διατηρήθηκε πολύν καιρό.

    || δεν παραδίνω τη θέση, δεν υποχωρώ•

    отряд -лся на прежних позициях το τμήμα κρατήθηκε στις θέσεις του.

    || παραμένω•

    он -лся на службе αυτός παρέμεινε στην υπηρεσία.

    3. συγκρατιέμαι, είμαι εγκρατής; απέχω, αποφεύγω•

    удержать от смеха συγκρατιέμαι από τα γέλια•

    удержать от слз συγκρατιέμαι από τα δάκρυα (συγκρατώ τα δάκρυα)•

    удержать от пьянства αποφεύγω το μεθύσι.

    Большой русско-греческий словарь > удержать

  • 63 указ

    α.
    διάταγμα•

    указ президиума Верховного Совета СССР διάταγμα του προεδρείου του Ανώτατου Σοβιέτ της ΣΣΣΔ.

    || διαταγή.
    εκφρ.
    не указ кому – (ως κατηγ.) δεν μπορεί να χρησιμεύσει σαν πρότυπο (υπόδειγμα)•
    ты мне не указ – εσύ για μένα δεν είσαι πρότυπο.

    Большой русско-греческий словарь > указ

  • 64 указать

    укажу, укажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. указанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.
    1. δείχνω•

    указать пальцем δακτυλοδεικτώ•

    указать кому дорогу в город δείχνω σε κάποιον το δρόμο για την πόλη•

    указать кому дверь δείχνω σε κάποιον την πόρτα (να βγει έξω).

    2. μτφ. υποδείχνω, λέγω•

    указать ощибки υποδείχνω τα λάθη•

    указать на недостатки λέγω τις ελλείψεις (τα ελαττώματα).

    3. κατατοπίζω, ενημερώνω• δίνω οδηγίες.
    4. διατάζω, δίνω διαταγή, εντολή.

    Большой русско-греческий словарь > указать

  • 65 циркуляр

    α.
    η εγκύκλιος (υπηρεσιακή επιστολή ή διαταγή).

    Большой русско-греческий словарь > циркуляр

  • 66 циркулярный

    επ.
    1. της εγκυκλίου•

    -ое письмо εγκύκλια επιστολή•

    циркулярный приказ εγκύκλια διαταγή.

    2. κυκλικός, κυκλοτερής.

    Большой русско-греческий словарь > циркулярный

  • 67 энциклика

    θ.
    εγκύκλιος (διαταγή) του Πάπα.

    Большой русско-греческий словарь > энциклика

См. также в других словарях:

  • διαταγή — command fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαταγή — Εντολή, προσταγή· επίσης το έγγραφο στο οποίο αναγράφεται η διαταγή. δ. πληρωμής (Νομ.). Όταν πρόκειται για χρηματικές απαιτήσεις που αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, μπορεί να ζητηθεί από τον δικαστή η έκδοση δ. πληρωμής με… …   Dictionary of Greek

  • διαταγή — η 1. δεσμευτική επιταγή, εντολή από ανώτερη του λήπτη αρχή, γραπτή ή προφορική: Μην παραπονιέσαι σε μένα, γιατί εκτελώ απλά διαταγή του διευθυντή. 2. το έγγραφο της εντολής: Το επιτελικό γραφείο έστειλε σήμερα δυο καινούριες διαταγές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαταγῇ — διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγή command fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαταγῆι — διαταγῇ , διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγῇ , διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγῇ , διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγῇ , διαταγή command fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαταγαῖς — διαταγή command fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαταγαί — διαταγή command fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαταγῆς — διαταγή command fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαταγήν — διαταγή command fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαταγῶν — διαταγή command fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιταγή — Πιστωτικός τίτλος με ασαφή ιστορική καταγωγή που γνώρισε ευρεία διάδοση από τις αρχές του 18ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία, όταν απαγορεύτηκε στα πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια και παραχωρήθηκε το δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομίσματος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»