Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

με+τη+διαταγή

  • 21 исполнить

    исполнить
    сов., исполнять несов
    1. πραγματοποιώ / ἐκτελῶ, ἐκπληρώνω (долг и т. п.):
    \исполнить приказ ἐκτελώ διαταγή· \исполнить поручение ἐκπληρώνω τήν παραγγελία· \исполнить желание πραγματοποιώ τήν ἐπιθυμία· \исполнить чью-л. просьбу ἰκανοποιῶ τήν παράκληση κάποιου· \исполнить приговор ἐκτελώ ποινή, ἐκτελώ δικαστική ἀπόφαση· \исполнить чьи́-либо обязанности ἐκτελώ τά καθήκοντα κάποιου·
    2. (сыграть) ἐκτελώ, παίζω:
    \исполнить роль παίζω τόν ρόλο.

    Русско-новогреческий словарь > исполнить

  • 22 накрепко

    накрепко
    нареч στερεά, γερά, σφιχτά, στερεῶς:
    забить крепко\накрепко καρφώνω στερεά· приказать крепко-\накрепко δίνω αὐστηρή διαταγή.

    Русско-новогреческий словарь > накрепко

  • 23 наряд

    наряд I
    м (одежда) ἡ στολή, ἡ ἐνδυμασία, ὁ στολισμός, τό ντύσιμο.
    наряд II
    м
    1. (распоряжение) ἡ διαταγή / τό Ενταλμα, ἡ ἐντολή (документ)·
    2. воен. ἡ ἀγγαρεία, ἡ ὑπηρεσία / τό ἀπόσπασμα (группа людей).

    Русско-новогреческий словарь > наряд

  • 24 отдавать

    отдавать
    несов
    1. (возвращать) ἐπιστρέφω, δίνω πίσω, παραδίδω, μεταδίδω·
    2. (уступать) δίνω, παραχωρώ, ἐκχωρώ·
    3. (посвящать) ἀφιερώνω, ἀφιερώ, δίδω, καταβάλλω:
    \отдавать все свой силы на... ἀφιερώνω ὅλες μου τίς δυνάμεις σέ...· \отдавать свою жизнь θυσιάζω τήν ζωήν μου· 4:
    (помещать) τοποθετώ, βάζω:
    \отдавать в школу τοποθετώ στό σχολείο·
    5. (об орудии) κλωτσώ, λακτίζω·
    6. мор.:
    \отдавать якорь ρίχνω τήν ἄγκυραν, ἀγκυροβολώ·
    7. (иметь привкус, запах) μυρίζω, ἀναδίδω:
    бочка отдает рыбой τό βαρέλι μυρίζει ψάρν ◊ \отдавать честь χαιρετώ, ἀποδίδω τιμήν \отдавать приказ δίνω διαταγή· \отдавать отчет συναισθάνομαι,. κατανοώ· \отдавать последний долг ἀποδίδω τάς τελευταίας τιμάς· \отдавать должное кому-л. ἀναγνωρίζω τήν ἀξία κάποιου· \отдавать под суд παραπέμπω σέ δίκη· \отдавать замуж παντρεύὠ \отдавать внаем ἐνοικιάζω, δίνω μέ τό νοίκι.

    Русско-новогреческий словарь > отдавать

  • 25 подавать

    подавать
    несов
    1. δίνω, δίδω, προσφέρω, παρέχω:
    \подавать знак δίδω σημειον \подавать совет δίδω συμβουλήν \подавать милостыню δίνω ἐλεημοσύνη· \подавать повод δίνω ἀφορμή· \подавать пример δίνω τά παράδειγμα· \подавать команду δίνω διαταγή, προστάζω· не \подавать руки́ δέν προτείνω τό χέρι μου· \подавать помощь βοηθώ, παρέχω βοήθειαν
    2. (на стол) σερβίρω:
    обед по́дан τό γεῦμα εἶναι σερβιρισμένο·
    3. (лошадей, машину и т. п.) δίνω· 4:
    \подавать заявление ὑποβάλλω αίτηση· \подавать жалобу на кого-л. ὑποβάλλω παράπονα· подавать в суд κάνω μήνυση·
    5. тех. τροφοδοτώ· ◊ \подавать мяч спорт. δίνω πάσσα· \подавать в отставку ὑποβάλλω παραίτηση, παραιτοῦμαι· \подавать надежды παρέχω ἐλπίδας· не \подавать признаков жизни δέν δίδω σημεία ζωής.

    Русско-новогреческий словарь > подавать

  • 26 распоряжение

    распоряж||ение
    с ἡ διαταγή, ἡ ἐντολή:
    давать \распоряжениеение δίνω ἐντολή· ◊ быть в \распоряжениеении кого-л. εἶμαι στή διάθεση κάποιου, εἶμαι ὑπό τάς διαταγάς κάποιου· иметь кого́-л. в своем \распоряжениеении ἔχω κάποιον στή διάθεση μου· предоставлять в \распоряжениеение παρέχω (или θέτω) στή διάθεση.

    Русско-новогреческий словарь > распоряжение

  • 27 строгий

    строг||ий
    прил вразн. знач. αυστηρός:
    \строгий учитель ὁ αὐστηρός δάσκαλος· \строгий взгляд ἡ αὐστηρή ματιά· \строгийая диета ἡ αὐστηρή δίαιτα· \строгий приказ ἡ αὐστηρή διαταγή· \строгий выговор ἡ αὐστηρή μομφή· \строгийие меры τά αὐστηρά μέτρα· ◊ \строгийие черты лица τά κανονικά χαρακτηριστικά· \строгий вкус τό αὐστηρό γούστο.

    Русско-новогреческий словарь > строгий

  • 28 команда

    [καμάνντα] ουσ. θ. διαταγή

    Русско-греческий новый словарь > команда

  • 29 наряд

    [ναργιάτ] ουσ. α. διαταγή, εντολή

    Русско-греческий новый словарь > наряд

  • 30 распоряжение

    [ρασπαριζένιιε] ουσ. ο. διαταγή

    Русско-греческий новый словарь > распоряжение

  • 31 order of coefficients

    French\ \ ordre des coefficients
    German\ \ Ordnung der Koeffizienten
    Dutch\ \ orde van coëfficiënten
    Italian\ \ ordine dei coefficienti
    Spanish\ \ orden de los coeficientes
    Catalan\ \ ordre dels coeficients
    Portuguese\ \ ordem dos coeficientes
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ -
    Norwegian\ \ -
    Swedish\ \ -
    Greek\ \ διαταγή των συντελεστών
    Finnish\ \ kerrointen aste
    Hungarian\ \ együtthatók sorrendje
    Turkish\ \ katsayılar sıralaması
    Estonian\ \ kordajate järk
    Lithuanian\ \ koeficientų tvarka
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ rząd współczynnika
    Ukrainian\ \ -
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ röð af stuðlum
    Euskara\ \ koefizienteak ordena
    Farsi\ \ m rt beye z rayeb
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ رتب المعاملات
    Afrikaans\ \ orde van koëffisiënte
    Chinese\ \ ( 相 关 和 回 归 ) 系 数 的 阶
    Korean\ \ 계수순서

    Statistical terms > order of coefficients

  • 32 команда

    [καμάνντα] ουσ θ διαταγή

    Русско-эллинский словарь > команда

  • 33 наряд

    [ναργιάτ] ουσ α διαταγή, εντολή

    Русско-эллинский словарь > наряд

  • 34 распоряжение

    [ρασπαριζένιιε] ουσ ο διαταγή

    Русско-эллинский словарь > распоряжение

  • 35 ассигновка

    θ.
    διαταγή καταβολής ποσού από την τράπεζα.

    Большой русско-греческий словарь > ассигновка

  • 36 бона

    1. ένταλμα χρηματικό, γραμμάτιο σε διαταγή πληρωμής η παραλαβής.
    2. συνάλλαγμα, ομόλογο.

    Большой русско-греческий словарь > бона

  • 37 веление

    ουδ.
    διαταγή, προσταγή, εντολή• υπαγόρευση• θέληση•

    по -ю сердца με εντολή της καρδιάς, γιατί το θέλει η καρδιά•

    веление судьбы, рока το γραφτό της τύχης, της ειμαρμένης•

    веление долга η φωνή του καθήκοντος.

    Большой русско-греческий словарь > веление

  • 38 вопреки

    πρόθ. παρά, ενάντια, αντίθετα ιχρος•

    вопреки моему желанию παρά τη θέληση μου•

    вопреки приказу пара τη διαταγή•

    вопреки здравому смыслу παρά τη λογική.

    Большой русско-греческий словарь > вопреки

  • 39 выступление

    ουδ.
    1. ξεκίνημα, εκκίνηση, αναχώρηση•

    приказ о -ии διαταγή εκκίνησης.

    2. εμφάνιση στη σκηνή• η εκτέλεση από τη σκηνή. || ενέργεια. || δήλωση.
    3. εκφώνηση λόγου, αγόρευση, ομιλία, λόγος, δημηγορία. || πάλη, αγώνας.

    Большой русско-греческий словарь > выступление

  • 40 диспозиция

    θ.
    1. διάταξη, παράταξη των στρατευμάτων ή του στόλου.
    2. παλ. διαταγή μάχης ή πορείας.

    Большой русско-греческий словарь > диспозиция

См. также в других словарях:

  • διαταγή — command fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαταγή — Εντολή, προσταγή· επίσης το έγγραφο στο οποίο αναγράφεται η διαταγή. δ. πληρωμής (Νομ.). Όταν πρόκειται για χρηματικές απαιτήσεις που αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, μπορεί να ζητηθεί από τον δικαστή η έκδοση δ. πληρωμής με… …   Dictionary of Greek

  • διαταγή — η 1. δεσμευτική επιταγή, εντολή από ανώτερη του λήπτη αρχή, γραπτή ή προφορική: Μην παραπονιέσαι σε μένα, γιατί εκτελώ απλά διαταγή του διευθυντή. 2. το έγγραφο της εντολής: Το επιτελικό γραφείο έστειλε σήμερα δυο καινούριες διαταγές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαταγῇ — διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγή command fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαταγῆι — διαταγῇ , διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγῇ , διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγῇ , διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγῇ , διαταγή command fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαταγαῖς — διαταγή command fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαταγαί — διαταγή command fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαταγῆς — διαταγή command fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαταγήν — διαταγή command fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαταγῶν — διαταγή command fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιταγή — Πιστωτικός τίτλος με ασαφή ιστορική καταγωγή που γνώρισε ευρεία διάδοση από τις αρχές του 18ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία, όταν απαγορεύτηκε στα πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια και παραχωρήθηκε το δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομίσματος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»