-
1 истрепать
истрепатьсов разг1. παλιώνω (μετ.), παλαιώνω (μετ.) / λυώνω (μετ.) (одежду)·2. перен φθείρω, χαλώ, καταστρέφω, ἀφανίζω (здоровье, силы)! ξεχαρβαλώνω (нервы). -
2 смягчать
смягч||атьнесов1. μαλακώνω, ἀπαλύνω·2. (ослабить, умерить) μετριάζω/ καταπραύνω, κατευνάζω (боль)! ἐξασθενώ (μετ.) (удар)/ ἐλαττώνω, μετριάζω ποι-νή[ν] (приговор, наказание):\смягчать тон μετριάζω τό ὕφος·3. перен (кого-л.) μαλακώνω (μετ.), ἡμερεύω (μετ.)·4. лингв. μαλακώνω. -
3 бег
бег м 1) о δρόμος, το τρέξι μο \бег на короткие (на длинные) дистанции о δρόμος ταχύτητας (αντοχής); \бег с барьерами о δρόμος μετ' εμπο δίων марафонский \бег о μαρα θώνιος (δρόμος) \бег на сто метров о δρόμος εκατό μέτρων 2) мн.: бега οι αγώνες ιππο δρομιών, οι κούρσες* * *м1) ο δρόμος, το τρέξιμοбег на коро́ткие (на дли́нные) диста́нции — ο δρόμος ταχύτητας (αντοχής)
бег с барье́рами — ο δρόμος μετ' εμποδίων
марафо́нский бег — ο μαραθώνιος (δρόμος)
бег на сто ме́тров — ο δρόμος εκατό μέτρων
2) мн.бега́ — οι αγώνες ιπποδρομιών, οι κούρσες
-
4 билет
билет м 1) το εισιτήριο \билет туда и обратно το εισιτήριο μετ'επιστροφής 2): лотерейный \билет το λαχείο \билет в театр το εισιτήριο θεάτρου пригласительный \билет η πρόσκληση 3) (документ) το δελτίο, η ταυτότητα; студенческий \билет η φοιτητική ταυτότητα* * *м1) το εισιτήριοбиле́т туда́ и обра́тно — το εισιτήριο μετ'επιστροφής
2)лотере́йный биле́т — το λαχείο
биле́т в теа́тр — το εισιτήριο θεάτρου
пригласи́тельный биле́т — η πρόσκληση
3) ( документ) το δελτίο, η ταυτότηταстуде́нческий биле́т — η φοιτητική ταυτότητα
-
5 препятствие
препятствие с το εμπόδιο* бег с \препятствиеями о δρόμος μετ' εμποδίων брать \препятствие спорт, υπερνικώ το εμπόδιο* * *сτο εμπόδιοбег с препя́тствиями — ο δρόμος μετ'εμποδίων
брать препя́тствие — спорт. υπερνικώ το εμπόδιο
-
6 спустя
-
7 мирить
миритьнесов μονιάζω (μετ.), συμφιλιώνω (μετ.). -
8 насытить
насытитьсов, насыщать несов1. (кого-л.) χορτάζω (μετ.), χορταίνω (μετ.)·2. перен (снабжать в изобилии) γεμίζω, ἐφοδιάζω πλήρως·3. хим. διαβρέχω, διαποτίζω, κορεννύω. -
9 ожесточать
ожесточ||а́тьнесов κάνω κάποιον σκληρό[ν], ἀγριεύω (μετ.), ἐξαγριώνω / ὁργίζω, μανιάζω (μετ.) (озлоблять). -
10 опускать
опускатьнесов1. κατεβάζω, χαμηλώνω (μετ.), ἀφήνω νά πέσει / ὑποστέλλω (флаг, парус)/ ξεσφίγγω, χαλαρώνω (поводья):\опускать глаза χαμηλώνω τό βλέμμα· \опускать голову κατεβάζω (или χαμηλώνω) τό κεφάλι μου· \опускать ру́ки а) κατεβάζω τά χέρια, б) перен παραλύω, χάνω τό κουράγιο μου· \опускать письмо ρίχνω τό γράμμα στό γραμματοκιβώτιο· \опускать занавес κλείνω τήν αὐλαία, κλείνω τό παραπέτασμα· \опускать в могилу βάζω στόν τάφο, ἐνταφιάζω·2. (откидывать) χαμηλώνω (μετ.), φέρω κάτω:\опускать воротник κατεβάζω τόν γιακά·3. (делать пропуск) παραλείπω, ἐξαιρώ:\опускать подробности в рассказе παραλείπω τίς λεπτομέρειες. -
11 ослабеватьять
ослабевать||ятьнесов1. ἐξασθενώ (μετ.), ἀδυνατίζω (μετ.)·2. (уменьшать) χαλαρώνω, μετριάζω, λιγοστεύω, ἐλαττώνω:\ослабеватьятьять напор μετριάζω τἡν πίεση· \ослабеватьятья́ть внимание ἐλαττώνω τήν προσοχή·3. (делать менее строгим) ἐλαφρύνω, καταπραύνω:\ослабеватьятьять Дисциплину χαλαρώνω τήν πειθαρχία·4. (делать менее натянутым) ἀπολύω, μο-λάρω, λασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω. -
12 разгладить
разгладитьсов, разглаживать несов1. (утюгом) σιδερώνω/ ἰσιάζω (μετ.) (швы, складки)·2. (морщины) ἐξαλείφω, σβήνω (μετ.). -
13 роднить
роднитьнесов προσεγγίζω (μετ.), πλησιάζω (μετ.). -
14 сажать
сажатьнесов1. (растения) φυτεύω·2. (за стол и т. п.) καθίζω (μετ.)·3. (на транспорт) ἐπιβιβάζω/ μπαρκάρω (μετ.) (на пароход):\сажать в вагон ἐπιβιβάζω στό βαγόνι·4. (помещать) βάζω, τοποθετώ:\сажать собаку на цепь ἀλυσοδένω (или δένω μέ ἀλυσίδα) τό σκύλο· \сажать в тюрьму́ βάζω στή φυλακή· \сажать хлеб в печь βάζω τό ψωμί στον φοῦρνο. -
15 скривить
скривитьсов1. (согнуть) λυγίζω (μετ.)·2. (лицо, губы) στραβώνω (μετ.). -
16 умножать
умнож||атьнесов1. (увеличивать) αὐξάνω (μβτ.), πληθαίνω (μετ.), πληθύνω, μεγαλώνω (μετ.)·2. мат πολλαπλασιάζω:\умножать десять на пять πολλαπλασιάζω δέκα ἐπί πέντε. -
17 унимать
униматьнесов1. καθησυχάζω (μετ.), κατευνάζω, καταπραΰνω (успокаивать)/ κάνω νά σωπάσει, ἐπιβάλλω σιωπήν (заставлять замолчать)·2. (прекращать, останавливать) παύω, σταματώ (μετ.):\унимать кровотечение σταματώ τήν αἰμορραγία. -
18 глаголь-гак
мор. о κόραξ μετ' εκφυγής, разг. η σκύλα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > глаголь-гак
-
19 перерасти
1. (обогнать в росте) μεγαλώνω (περισσότερο από το κανονικό)ξεπερνώ σε ύψος2. (в процессе развития превратиться во что-л., перейти во что-л.) μεταμορφώνομαι, (μετ)εξελίσσομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перерасти
-
20 пруд
1. (место разлива реки) το λιμνάριο, η λίμνη 2. (искусственный водоём) η τεχνητή λίμνη στην οποία εκτρέφονται τα ψάρια, το ιχθυοτροφείοнерестовый - για εκκόλαψη. пруд-охладитель η δεξαμενή ψύξης пружин{}а{} το ελατήριο, разг. η σούσταтормозная - του φρένου/της πέδηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пруд
См. также в других словарях:
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek
μετ'όγμους — μετ ὄγμους (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὰς ἐπὶ στίχον φυτείας». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετά + ὄγμος «σειρά, γραμμή, αυλάκι»] … Dictionary of Greek
μετ' — μετά , μετά mip indeclform (prep) μεταί , μετά mip poetic indeclform (prep) μεταί , μεταί mip poetic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτ' — μέτα , μετά mip indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀπταὶ κίχλαι μετ’ ἀμητίσκων εἰς τὴν φάρυγ’ εἰςεπέτοντο. — ὀπταὶ κίχλαι μετ’ ἀμητίσκων εἰς τὴν φάρυγ’ εἰςεπέτοντο. См. Ждать, чтоб жареные голуби в рот летали … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μπλες, Χέντρικ Μετ ντε- — (Hendrik Met de Bles, 1515 – 1554). Φλαμανδός ζωγράφος. Το μόνο βιογραφικό στοιχείο που έχουμε για τον ζωγράφο Τσιβέτα έτσι τον ονόμαζαν στην Ιταλία, είναι ένα κείμενο που τον αναφέρει ως ζωγράφο στην Αμβέρσα το 1535. Εργάστηκε κοντά στον Ιωακείμ … Dictionary of Greek
Ἀπαιδευσία μετ’ ἐξουσίας τίκτει ἄνοιαν. — См. Кто знатен и силен, Да не умен, Так худо, ежели и с добрым сердцем он … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μετά — (ΑM μετά, Α και μέτα, ποιητ. τ. μεταί) (πρόθεση) 1. όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) συνοδεία, ομού, μαζί με (α. «μετά τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ ἐμοῡ, κατ ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ) β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι (α. «μίλησε… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε … Dictionary of Greek
μετανάστης — ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια) αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημος μσν. μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. αυτός … Dictionary of Greek