-
1 μετοιακιζω
поворачивать бортомὦδε κἀκεῖ μετοιακιζόμενος перен. Plut. — мотающийся туда и сюда
См. также в других словарях:
μετοιακίζομαι — (Α) μτφ. αλλάζω πορεία ή κατεύθυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + οἰακίζω «στρέφω, χειρίζομαι το πηδάλιο»] … Dictionary of Greek