-
1 μεταισσω
(только part. praes. и aor.)1) бросаться вслед, пускаться в погонюκτεῖνε μεταΐσσων Hom. — (Патрокл) преследуя, убивал (троянцев);
μεταΐξας ῥοπάλῳ Hom. — погнавшись (за Мелантием) с дубиной2) перен. следовать по пятам{. τινά Pind. — идти по чьим-л. стопам
См. также в других словарях:
αΐσσω — ἀΐσσω και ἄσσω (αττ. ᾄττω ή ἄττω) (Α) Ι. ενεργ. 1. (για κάθε απότομη ή βίαιη κίνηση) (και ως μέσο) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, ορμώ, ρίχνομαι 2. εκπέμπω λάμψη, λάμπω, αστράφτω όπως το φως 3. (για οξύ πόνο) διαπερνώ,… … Dictionary of Greek
μεταΐγδην — (Α) επίρρ. ορμώντας κατόπιν, ορμητικά, με δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἀΐγ δην «ορμητικά» (< ἀΐσσω)] … Dictionary of Greek
μεταΐσσω — (Α) 1. εφορμώ εναντίον κάποιου, καταδιώκω 2. μιμούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἀΐσσω «πηδώ, ορμώ»] … Dictionary of Greek