-
1 μετωποσώφρων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετωποσώφρων
-
2 μετωποσωφρων
2, gen. ονος со скромностью на челе, т.е. скромный(Aesch. - v. l. σεσωφρονισμένος)
См. также в других словарях:
μετωποσώφρων — μετωποσώφρων, ον (Α) αυτός που έχει σεμνό μέτωπο, σεμνή έκφραση προσώπου, σεμνοπρόσωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + σώφρων (πρβλ. φιλο σώφρων)] … Dictionary of Greek