-
1 μετεωροσκοπος
-
2 μετεωροσκόπος
ο см. μετεωρολόγος
См. также в других словарях:
μετεωροσκόπος — ο, η (Α μετεωροσκόπος, ό) νεοελλ. μετεωρολόγος αρχ. 1. αυτός που παρατηρεί και εξετάζει τα μετέωρα 2. αυτός που καταγίνεται με ανώφελα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρον + σκόπος (< σκοπός), πρβλ. θηρο σκόπος, ορνιθο σκόπος] … Dictionary of Greek
μετεωροσκόπος — ο, η ο επιστήμονας που ασχολείται με τα μετέωρα, τα ατμοσφαιρικά φαινόμενα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετεωροσκόπον — μετεωροσκόπος stargazer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωροσκόπου — μετεωροσκόπος stargazer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… … Dictionary of Greek
μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε … Dictionary of Greek
μετεωροσκοπία — η [μετεωροσκόπος] η επιστήμη που εξετάζει τα μετέωρα … Dictionary of Greek
μετεωροσκοπείο — το (Α μετεωροσκοπεῑον) [μετεωροσκόπος] νεοελλ. τόπος από τον οποίο γίνονται μετεωρολογικές παρατηρήσεις, μετεωρολογικός σταθμός αρχ. το μετεωροσκόπιο … Dictionary of Greek
μετεωροσκοπικός — ή, ό (Α μετεωροσκοπικός, ή, όν [μετεωροσκόπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μετεωροσκόπο ή στο μετεωροσκόπιο («μετεωροσκοπικές παρατηρήσεις») αρχ. φρ. α) «μετεωροσκοπική τέχνη» η μετεωροσκοπία β) «μετεωροσκοπικὸν ὄργανον» το μετεωροσκόπιο.… … Dictionary of Greek
μετεωροσκοπώ — μετεωροσκοπῶ, έω (Α) [μετεωροσκόπος] εξετάζω τα φαινόμενα τού ουρανού και τής ατμόσφαιρας … Dictionary of Greek
μετεωροσκόπιο — το (Α μετεωροσκόπιον) [μετεωροσκόπος] νεοελλ. όργανο με το οποίο γίνονται μετεωρολογικές παρατηρήσεις αρχ. μαθηματικό όργανο που χρησιμοποίησε ο Πτολεμαίος για παρατήρηση και εξέταση τών αστέρων … Dictionary of Greek