Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μετα-φορά

  • 1 μετα-φορά

    μετα-φορά, , das Weg- u. Anderswohintragen, das Hinübertragen, bes. das Uebertragen eines Wortes auf einen andern Begriff, der Gebrauch eines Wortes in uneigentlicher Bedeutung; δηλῶσαι μὴ μόνον τοῖς τεταγμένοις ὀνόμασιν ἀλλὰ τὰ μὲν ξένοις, τὰ δὲ καινοῖς, τὰ δὲ μεταφοραῖς, Isocr. 9, 9; Arist. poet. 21 u. oft bei den Rhett.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > μετα-φορά

  • 2 φορά

    η
    1) раз;

    αότή τη φορά — на этот раз;

    άλλη φορά — в другой (в следующий) раз;

    δεύτερη φορά — вторично;

    εκείνη τη φορά — в тот раз;

    κάθε φορά — всякий раз;

    μιά φορά — однажды, один раз;

    δυό φορές — дважды;

    άλλη μιά φορά — ещё раз;

    μιά φορά γιά πάντα — раз и навсегда;

    πόσες φορές; — сколько раз?;

    εκατό φορές — сто раз;

    πολλές φορές — много раз;

    λίγες φορές — редко;

    μερικές φορές — иногда, изредка;

    καμμιά φορά — а) порой, иногда; — б) никогда;

    τίς περισσότερες φορές — большей частью, чаще всего;

    2) стремительность, быстрое движение;

    επιπίπτω μετά μεγάλης φορας — налететь стремительно; — обрушиться с большой силой;

    3) разбег;

    άλμα μετά (άνευ) φορας — прыжок с разбега (без разбега);

    4) направление;

    φορά του ανέμου (τού βλήματος) — направление ветра (полёта снаряда);

    κατ' αντίθετον φορν — в обратном направлении;

    5) движение, ход;

    η φορά των πραγμάτων — ход вещей; — развитие событий;

    § μιά φορά κι' εναν καιρό... — когда-то давным-давно...;

    ΰντρας μιά φορά — а) ирон. вот так мужчина!, мужчина, нечего сказать!; — ну какой он мужчина!; — б) вот это мужчина!;

    φορά σου και φορ μου — ну, погоди!, я тебе отплачу!;

    είναι μιά φορ! — вот это да!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φορά

  • 3 μεταφορά

    μετα-φορά, , das Weg- u. Anderswohintragen, das Hinübertragen, bes. das Übertragen eines Wortes auf einen andern Begriff, der Gebrauch eines Wortes in uneigentlicher Bedeutung

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > μεταφορά

  • 4 μεταφορα

        ἥ
        1) перемещение, вращение
        

    (τῆς σελήνης Plut.)

        2) употребление слова в переносном значении, метафора
        

    (μ. ἐστιν ὀνόματος ἀλλοτρίου ἐπιφορά Arst.)

    Древнегреческо-русский словарь > μεταφορα

  • 5 разбег

    разбег м: прыжок с \разбега το άλμα με φόρα (или μετά φοράς)
    * * *
    м

    прыжо́к с разбе́га — το άλμα με φόρα ( или μετά φοράς)

    Русско-греческий словарь > разбег

  • 6 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

  • 7 разбег

    разбег
    м ἡ φορά, ἡ φόρα:
    прыжок с \разбега τό ἀλμα μετά φοράς· с \разбегу μέ φόρα.

    Русско-новогреческий словарь > разбег

  • 8 разгон

    разгон
    м
    1. (толпа, собрания и т. п.) ἡ διάλυση [-ις], ὁ διασκορπισμός·
    2. (разбег) ἡ φόρα, ἡ φορά:
    брать \разгон παίρνω φόρα· с \разгона μετά φοράς· без \разгона ἄνευ φοράς· ◊ быть в \разгоне разг λείπω.

    Русско-новогреческий словарь > разгон

  • 9 с

    с
    предлог А с род. п.
    1. (при обозначении предмета, орудия, способа, приема, с помощью которого совершается действие) ἀπό, μέ:
    кормить с ло́жечки ταίζω μέ τό κουταλάκι· пить с блюдечка πίνω ἀπό τό πιατάκι· убить с первого выстрела σκοτώνω μέ τόν πρῶτο πυροβολισμό· узнать с первого взгляда ἀναγνωρίζω μέ τήν πρώτη ματιά· взять с бою κυριεύω μέ μάχη· продавать с аукциона βγάζω σέ πλειστηριασμό· с разбега μέ φόρα, μετά φοράς·
    2. (откуда-л, \с при удалении, отделении) ἀπό:
    встать со стула σηκώνομαι ἀπό τήν καρέκλα· уволить с работы διώχνω ἀπό τή δουλειά· свергнуть с престола ρίχνω ἀπό τό θρόνο, ἐκθρονίζω·
    3. (на основании чего-л.) μέ:
    с разрешения μέ τήν ἄδεια· с его́ ведома ἐν γνώσει του·
    4. (от кого-л.) ἀπό, ἐκ:
    получить деньги с заказчика εἰσπράττω χρήματα ἀπό τόν πελάτη· с миру по нитке\сголому рубашка посл. φασούλι τό φασούλι, γεμίζει τό σακκούλι· с него́ причитается... ἀπ' αὐτόν ἔχουμε νά παίρνουμε...
    5. (при обозначении исходного пункта) ἀπό:
    с сегодняшнего дня ἀπό σήμερα· с завтрашнего дня ἀπό αὐριο· с детства ἀπό τά παιδικά χρόνια. с тех пор ἀπό τότε· рыба гниет с головы погов. τό ψάρι βρωμά ἀπ' τό κεφάλι·
    6. (по причине) ἀπό:
    с досады ἀπό τό κακό μου, ἀπό τή φούρκα μου· сгорать со стыда κατακοκκινίζω ἀπό τή ντροπή μου· устать с дороги κουράζομαι ἀπό τό ταξίδι·
    7. (при обозначении предмета, являющегося оригиналом, образцом) ἀπό, ἐκ:
    писать портрет с кого-л. ζωγραφίζω τό πορτραίτο κάποιου· перевод с греческого μετάφραση ἀπό τά ἐλληνικά· В с твор. п.
    1. μέ, μαζί μέ, μετά:
    говорить с сестрой μιλώ μέ τήν ἀδελφή (μου)· обедать с товарищем τρώγω μαζί μέ τόν φίλο μου·
    2. (в смысле союза «и») και:
    я с товарищем ἐγώ καί ὁ φίλος μου·
    3. (для выражения особенности, качества) μέ:
    дом с зеленой крышей σπίτι μέ πράσινη στέγη· писатель с большим талантом συγγραφέας μέ μεγάλο ταλέντο·
    4. (быть с чем-л., иметь что-л.) μέ, μετά:
    с цветами в руках μέ λουλούδια στά χέρια·
    5. (против) κατά, ἐναντίον:
    6. (при сравнении) μέ:
    его нельзя сравнить с тобой αὐτόν δέν μπορείς νά τόν συγκρίνεις μ' ἐσένα·
    7. (при обозначении образа действия, цели, сопровождающего действия, состояния) μέ:
    с плачем μέ κλάματα· проснуться с головной болью ξυπνώ μέ πονοκέφαλο· читать с выражением ἀπαγγέλλω μέ ἐκφραση· одеваться со вкусом ντύνομαι μέ γούστο· ждать с нетерпением περιμένω μέ ἀνυπομονησία·
    8. (при обозначении начала действия или состояния):
    выехать с рассветом ἀναχωρώ τά ξημερώματα· с заходом солнца ὀταν δύει ὁ ήλιος, τό ἡλιοβασίλεμα· с отъездом гостей ὀταν ἐφυγαν οἱ ξένοι· поумнеть с возрастом βάζω μυαλό μεγαλώνοντας· с каждым часом ὠρα μέ τήν ὠρα·
    9. (при обозначении в пространстве) μέ:
    граница с Румынией τά σύνορα μέ τή Ρουμανία· сидеть рядом с сестрой κάθομαι δίπλα στήν ἀδερφή μου· с рвением μέ ζήλο· с помощью μέ τή βοήθεια (или τή βοήθεια)· с целью μέ σκοπό· С с вин. п. (приблизительно) περίπου, σχεδόν:
    с месяц назад πριν ἕνα μήνα περίπου· величиной с грецкий орех περίπου σάν καρύδι μεγάλο· <> с ним случилось несчастье ἐπαθε (или τοϋ συνέβη) δυστύχημα· хватит с тебя σοῦ φτάνει τόσό с головы до ног ἀπό τήν κορυφή ὡς τά νύχια· с начала до конца ἀπ' τήν ἀρχή ὡς τό τέλος· с самого начала ἀπ' τήν ἀρχή· с изнанки ἀπό τήν ἀνάποδη· уйти ни с чем φεύγω ἀπρακτος, φεύγω μέ ἀδεια χέρια· с минуты на минуту ὀπου ναναι, ἀπό στιγμή σέ στιγμή· с этой точки зрения ἀπ' αὐτή τήν ἀποψη· что с вами? τι 'έχετε;, τί πάθατε;

    Русско-новогреческий словарь > с

  • 10 один...

    один||...
    другой... ὁ ἔνας... ὁ ἀλλος· ни \один... ни другой ὁὔτε ὁ ἔνας οὔτε ὁ ἄλλος· \один... из тысячи ἀπό τους χίλιους ἔνας· я тебе скажу́ только одно́ ἕνα πράμα μόνον θά σοῦ (εί)κῶ· ◊ \один...единственный ἔνας καί μοναδικός· (идти) по одному (πηγαίνουμε) ἔνας-ενας· \один... за другим ὁ ἔνας μετά τόν ἀλλο, ὁ ἕνας κατόπιν τοῦ ἀλλου· \один... на \один... а) (бороться и т. ἡ.) ἀντιμέτωπος, ἔνας μ' ἔνα, δ) (наедине) μόνοι, μεταξύ μας· все до одного́ μέχρι καί τοῦ τελευταίου, ὀλοι μέχρις ἐνός· все как \один... ὀλοι σύσσωμοι· Все за одного, \один... за всех ὁ καθένας γιά ὀλους καί ὀλοι γιά τόν καθένα· одним духом μονομιάς, μονορροῦφι· одним росчерком пера μέ μιά μονοκονδυλιά· одним словом μέ μιά λέξη· в \один... миг ἐν ριπή ὁφθαλμοῦ· в \один... голос μέ μιά φωνή· в \один... прекра́сный день μιά ὠραία ἡμέρα· \один... раз (однажды) μιά φορά· с одной стороны.., с другой стороны... ἀπ' τή μιά..., ἀπ' τήν ἀλλη..., ἀφ' ἐνός μέν..., ἀφ' ἐτερου δέ...· одно из двух ἕνα ἀπό τά δυό· \один... в поле не воин погов. =ί ἔνας κἄν κανένας, μέ ἔναν στρατιώτη μάχη δέν κερδίζεται.

    Русско-новогреческий словарь > один...

  • 11 ένα

    με... быть заодно с...;
    2. αντων. (употр, с артиклем) один; каждый;

    ο ένα τον άλλο — один другого, друг друга;

    ο ένα μετά τον άλλο — или ο ένα κατόπιν τού άλλου — один за другим;

    ο ένα... ο άλλος — один... другой...;

    δεν ακούω τον ένα και τον άλλο никого не слушаю;

    ο ένα με τον άλλο — друг с другом;

    § απ' τη μιά..., απ' την άλλη... с одной стороны..., с другой стороны...;

    ένα καν κανένας — погов, один в поле не воин;

    3. αρθρ. (обычно не переводится) некто, некий, какой-то;
    μιά φορά κι' έναν καιρό ήταν ένας γέρος και μιά γριά жили-были старик со старухой

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ένα

  • 12 έρχομαι

    (αόρ. ήλθα, ήρθα и ήρτα — μέλλ. θα έλθω, έρθω, ερτω—προστ. έλα, ελατέ, ελθέ, έλθετε) αμετ.
    1) идти (откудаέρχл.); приходить; прибывать, приезжать; έλα εδώ иди сюда; θάρθει με το βραδυνό τραίνο он приедет вечерним поездом;

    έρχομαι πρώτος (δεύτερος, τρίτος) — а) приходить, прибывать первым (вторым, третьим); — б) занимать первое (второе, третье) место;

    δεν ήρθε γιά καλό ничего хорошего не жди от его приезда;
    2) возвращаться; 3) приходить (в какое-л. состояние);

    έρχομαι στα συγκαλά μου ( — или στον εαυτό μου) — приходить в себя, успокаиваться;

    4) приходить, появляться (об обычае, слове, выражении);
    5) подходить, приближаться, наступать;

    τον είδα να έρχεται προς το μέρος μου — я видел, как он направился ко мне;

    μας ήρθε ο χειμώνας наступила зима;

    έρχεται μπόρα — приближается гроза;

    έρχεται βροχή — собирается дождь;

    6) появляться;

    έρχομαι στον κόσμο — появляться на свет;

    έρχομαι εις φως — обнаруживаться;

    έρχομαι εις γνώσιν — становиться известным;

    7) охватывать, внезапно овладевать;
    του ήρθε ζάλη у него закружилась голова; του ήρθε πυρετός у него поднялась температура; του ήρθε ΰπνος им овладел сон, он заснул; του ήρθε ο οίστρος к нему пришло вдохновение; μου ήρθε κόλπος я был ошеломлён; 8) απρόσ. мне хочется; μούρχονται γελοία или μοδρχεται να γελάσω меня разбирает смех; μούρχεται να κλάψω мне хочется плакать; δε μούρχεται να τον πικράνω мне не хочется его огорчать; μοδρχεται όρεξη να κάνω κάτι мне хочется сделать что-л.; 9) попадать (в какое-л. положение);

    έρχομαι εις αμηχανίαν — попадать в затруднительное положение;

    10) перен. доходить до...; докатываться до... (разг);

    έρχομαι εις ρήξιν — доходить др разрыва, порывать;

    έρχόμαστε σε λόγια (στα χέρια) — доходить до ссоры (до драки);

    11) переворачиваться (падая);
    ήρθε κορώνα монета упала «орлом»; 12) перен. оборачиваться, поворачиваться (о делах, событиях);

    πού ξέρεις πώς έρχονται καμμιά φορά τα πράματα! — кто знает, как могут обернуться дела!;

    13) идти, быть к лицу; подходить, годиться;

    καλά της έρχεται το φόρεμα — это платье ей к лицу;

    14) соглашаться;
    ήρθε στα λόγια μου он согласился со мной;

    δεν έρχεται σε λογαριασμό — с ним не договоришься, с ним трудно договориться;

    15) приходить (к чему-л.);

    έρχ να πιστέψω — приходить к убеждению;

    16) хотеть, собираться;

    διά της παρούσης μου έρχομαι να σας αναγγείλω ότι... — настоящим я хочу уведомить вас, что...;

    πρώτον έρχομαι να ερωτήσω γιά την καλή σας υγεία — сначала я хочу осведомиться о вашем здоровье (формула в начале письма);

    § έρχομαι κατόπιν ( — или μετά, υστέρα)... — следовать за...;

    έρχομαι πρίν ( — или προηγούμενα, πρώτα) — предшествовать;

    έρχώς ( — или ίσαμε) — доходить до..., достигать (какого-л. предела, уровня);

    μου έρχεται ως τούς ώμους — он мне по плечо;

    τό φουστάνι της έρχεται ως τα γόνατα — юбка доходит ей до колен;

    έρχομαι στα πράματα — приходить к власти;

    έρχομαι σε βοήθεια — приходить на помощь;

    έρχομαι στο κέφι — слегка пьянеть;

    καλώς ήλθες (или ήλθατε)! добро пожаловать!;
    ήρθε καπάκι это как раз то, что надо; ήρθε η ώρα να... пришло время, настал момент, пробил час; λέει ό,τι τούρθει он говорит всё, что придёт ему в голову; όλα ανάποδα μας ήρθαν(ε) всё у нас пошло шиворот-навыворот; τί μοΰρθε να το κάνω αυτό; зачем я это сделал?; τί σούρθε να πας; зачем ты поехал?; μοΰρθε στο νού я вспомнил, мне пришло на ум; μούρχεται άλλο πράμα мне трудно сказать, что со мной; τί σού ήλθε; что на тебя нашло?;

    πάει κ' έρχεται — быть сносным, терпимым, подход'ящим (о человеке, предмете);

    πάει (или συ ρε) κ' έλα туда и обратно;
    εισιτήριο 'πάει κ' έλα билет туда и обратно; τό (τα) πήγαιν' έλα или τό (τα) σύρε κ' έλα хождение взад и вперёд; έλα δα, μην τα παραφουσκώνεις нет, не надо преувеличивать; έλα, μην κλαις πιά ну хватит, перестань плакать;

    έρχομαι κατ' επάνω — а) направляться, двигаться на кого-л.; — б) нападать, атаковать кого-л.;

    Γιάννης πήγε, Γιάννης ήρθε погов, а) каким он был, таким и остался; б) с чем пошёл, с тем и вернулся; вернулся ни с чем

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έρχομαι

  • 13 ημέρα

    η
    1) день;

    ημέρα αναπαύσεως — день отдыха;

    ημέραργίας (εργασίας) — выходной (рабочий) день;

    ημέρα ακροάσεως — приёмный день;

    ημέρα βροχής — дождливый день;

    όλη την ημέρα — весь день;

    μετά δυό ημέρες — через два дня;

    2) сутки;

    § κρίσιμος ημέρα — решающий день;

    ημέρα κρίσεως рел — судный день;

    αυγά της ημέρας — диетические яйца;

    ψάρι της ημέρας — свежая рыба;

    άνθρωπος της ημέρας — а) герой дня; — б) человек всесильный, всемогущий на сегодняшний день;

    πλήρης ημέρων — в преклонном возрасте, очень старый;

    κάθε ημέραν — каждый день;

    ο καθ' ημέραν — ежедневный, каждодневный;

    καθ' εκάστην ημέραν — ежедневно, постоянно;

    την ημέρα — днём;

    μιά φορά την ημέρα — раз в день;

    την αυτήν ημέραν — в тот же день;

    ημέραν παρ ' ημέραν — через день;

    επί των ημέρων μας — в наши дни, в наше время;

    εδώ και τρείς ημέρες — три дня тому назад;

    τίς τελευταίες ημέρες — на днях, недавно;

    προ ολίγων ημέρων — несколько дней тому назад;

    την άλλη ημέρα — на следующий день;

    άμα τη ημέρα — с наступлением дня;

    από ημέρας εις ημέραν — а) изо дня в день, ежедневно; — б) со дня на день, скоро;

    με την ημέραν — подённо;

    ημέρας και νυκτός — днём и ночью;

    μιαν ωραία ν ημέρα — в один прекрасный день;

    ημέρα μεσημέρι — среди бела дня, на глазах у публики;

    ημέρα αποφράς — роковой, чёрный день;

    την ημέρα... — в день, когда...;

    είμαι της ημέρας — дежурить;

    είναι η ημέρα μου — мой черёд;

    είδε το φως της ημέρας — он появился на свет божий;

    εσώθηκα ν οι ημέρες του — его дни сочтены

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ημέρα

  • 14 last

    I 1. adjective
    1) (coming at the end: We set out on the last day of November; He was last in the race; He caught the last bus home.) τελευταίος
    2) (most recent; next before the present: Our last house was much smaller than this; last year/month/week.) προηγούμενος, περασμένος
    3) (coming or remaining after all the others: He was the last guest to leave.) τελευταίος
    2. adverb
    (at the end of or after all the others: He took his turn last.) τελευταία, για τελευταία φορά: τελευταίος, μετά τους άλλους
    - at long last
    - at last
    - hear
    - see the last of
    - the last person
    - the last straw
    - the last thing
    - the last word
    - on one's last legs
    - to the last
    II verb
    1) (to continue to exist: This situation lasted until she got married; I hope this fine weather lasts.) διαρκώ, διατηρούμαι
    2) (to remain in good condition or supply: This carpet has lasted well; The bread won't last another two days - we'll need more; This coat will last me until I die.) κρατώ, διατηρούμαι
    - last out

    English-Greek dictionary > last

  • 15 вперед

    επίρ.
    1. (δείχει κατεύθυνση) εμπρός, μπρος, μπροστά, προς τα μπρος•

    шагать вперед βαδίζω προς τα μπρος•

    продвинуться вперед προχωρώ μπροστά• вперед, ребята! εμπρός, παιδιά!• вперед, к победе! εμπρός, προς (για) τη νίκη!•

    идти -προπορεύομαι.

    2. στο εξής, στο μέλλον, άλλη φορά•

    вперед будьте осмотрительнее στο εξής να είστε προσεχτικότεροι.

    3. πριν, προτού, πρώτα, προηγούμενα•

    вперед подумай, а потом скажи πρώτα να σκεφτείς κι ύστερα να πεις, πρώτα σκέψου και μετά πες.

    4. πρώτα, προηγούμενα, εκ των προτέρων•

    заплатить вперед προπληρώνω.

    5. (επιφ.) εμπρός!•

    взвод вперед ! διμοιρία, εμπρός!

    εκφρ.
    шаг вперед – ένα βήμα μπρος (μερική πρόοδος).

    Большой русско-греческий словарь > вперед

  • 16 другой

    1. αντων. άλλος, έτερος•

    и тот и другой κι ο ένας κι ο άλλος, και οι. δυο•

    приходите другой раз ελάτε άλλη φορά•

    он работает более, чем кто-либо другой αυτός εργάζεται όσο κανένας άλλος•

    ни тот ни другой ούτε ο ένας ούτε ο άλλος•

    и те и -ие και οι μεν και οι δε (όλοι)•

    и тот и другой και ο ένας και ο άλλος, και ο μεν και ο δε, αμφότεροι, και οι, δυο•

    тем или -им образом με τον ένα ή τον άλλον τρόπο•

    кто-то другой κάποιος άλλος•

    никто другой κανένας άλλος•

    с другой стороны από το άλλο μέρος, αφ' ετέρου•

    -ими словами μ' άλλα λόγια.

    2. διάφορος, διαφορετικός•

    после женитьбы он стал другой σαν παντρεύτηκε έγινε άλλος (άνθρωπος), διαφοροποιήθηκε•

    зто -бе дело αυτή είναι άλλη υπόθεση, διαφέρει το πράγμα.

    || αντικείμενος, αντίθετος, ο απέναντι, ο αντίπερα•

    перейти на -ую сторону улицы περνώ στο απέναντι, μέρος του δρόμου•

    πλθ. -ие οι υπόλοιποι, οι άλλοι•

    не обращай внимание на -их, делай по своему μη κοιτάζεις τους άλλους, κάμε όπως καταλαβαίνεις ο ίδιος.

    3. δεύτερος, επόμενος, άλλος•

    уже -ая неделя, как он уехал είναι δεύτερη βδομάδα που έφυγε•

    на -день την άλλη μέρα•

    один за -им ο ένας μετά τον άλλον.

    || κάποιος, άλλος•

    -ому человеку так не понять, как он понимает ένας άλλος δε θα καταλάβει, όπως αυτός εννοεί,

    εκφρ.
    смотреть -ими глазами – βλέπω μ' άλλο μάτι (διαφορετικά). -ими словами μ' άλλα λόγια.

    Большой русско-греческий словарь > другой

  • 17 εἴλω

    εἴλω (also [full] εἰλέω, [full] εἱλέω, [full] εἴλλω, [full] εἵλλω, [full] ἴλλω; εἱλῶνται is f.l. in Aret.SD1.2), a word whose meanings are traceable to various roots of similar form, v. infr. D.—From εἴλω ([tense] pres. in Hom. only [voice] Pass. part. εἰλόμενος (v. infr.)), we have [dialect] Ep. [tense] aor.
    A

    ἔλσα Il.11.413

    , inf.

    ἐέλσαι 21.295

    , [dialect] Dor. part.

    ἔλσαις Pi.O.10(11).43

    :—[voice] Med., [tense] aor.

    ἠλσάμην Semon.17

    :—[voice] Pass., [tense] aor. 2 ἐάλην [pron. full] [ᾰ] Il.13.408; inf. ἀλῆναι, ἀλήμεναι, 16.714, 18.76; part. ἀλείς, εῖσα, έν 22.308: [tense] pf. ἔελμαι, part. -

    μένος 13.524

    :—for ἐόλει, ἐόλητο, v. ἐόλει.—From

    εἰλέω Il.2.294

    : [tense] impf.

    εἴλεον Od.22.460

    ; [var] contr.

    εἴλει Il.8.215

    , Od.12.210;

    ἐείλεον Il.18.447

    : [tense] fut.

    εἰλήσω LXX Jb.40.21(26)

    , AP12.208 (Strat.): [tense] aor.

    εἴλησα LXX 4 Ki.2.8

    , Dsc.5.87 (ἐν-):—[voice] Med., [tense] impf.

    εἰλεῦντο Il.21.8

    ; part.

    εἰλεύμενος Hdt.2.76

    :—[voice] Pass., [tense] aor.

    εἰλήθην Hp.Morb.4.52

    : [tense] pf.

    εἴλημαι LXX 1 Ki.21.9(10)

    and Is.11.5 (s. v. l.), Lyc. 1202: [tense] plpf.

    εἴληντο J.AJ 12.1.9

    .
    A shut in (less freq. shut out, εἰλέσθων τοῦ ἱαροῦ let them be shut out from the temple, IG22.1126.48 (iv B.C.)); [Ὀδυσῆα] ἔλσαν ἐν μέσσοισι μετὰ σφίσι, πῆμα δὲ ἔλσαν (Zenod., v.l. πῆμα τιθέντες) Il.11.413;

    ὅτε Κύκλωψ εἴλει ἐνὶ σπῆϊ Od.12.210

    , cf. 22.460;

    ἔνθα δυώδεκα μὲν μένον ἤματα δῖοι Ἀχαιοί· εἴλει γὰρ Βορέης ἄνεμος μέγας οὐδ' ἐπὶ γαίῃ εἴα ἵστασθαι Od.19.200

    ;

    ὅν περ ἄελλαι χειμέριαι εἰλέωσιν Il.2.294

    ;

    εἱλεῖσθαι ἐν τῷ τόπῳ, μὴ δυνάμενον ἐκπλεῦσαι Arist.Mir. 840a33

    , cf. EM298.29; εἰς ἄστυ ἄλεν (for ἄλησαν) Il.22.12;

    κατὰ ἄστυ ἐέλμεθα 24.662

    ;

    ἐελμένοι ἔνδοθι πύργων 18.287

    ;

    νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσιν ἐελμένοι 12.38

    ; χειμέριον ἀλὲν ὕδωρ ponded water, prevented from flowing away, Il.23.420; ὅσοι πικροὶ.. χυμοὶ κατὰ τὸ σῶμα πλανηθέντες ἔξω μὲν μὴ λάβωσιν ἀναπνοήν, ἐντὸς δὲ εἱλλόμενοι (v.l. εἰλόμενοι) τὴν ἀφ' αὑτῶν ἀτμίδα τῇ τῆς ψυχῆς φορᾷ συμμείξαντες ἀνακερασθῶσι, Pl.Ti. 86e.
    2 hinder, hold in check, prevent,

    ἧστο Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος Il.13.524

    , cf. A.Fr.25: ἔλλοψ (as though ἴλλοψ ) is derived from ἴλλεσθαι = εἴργεσθαι and ὄψ = φωνή by Ath.7.308c.
    B press, as olives and grapes, Paus.Gr.Fr.155; ἀμφὶ βίην Διομήδεος.. εἰλόμενοι huddling around him, Il.5.782; ἵππων φειδόμενος, μή μοι δευοίατο φορβῆς ἀνδρῶν, εἰλομένων, εἰωθότες ἔδμεναι ἄδην here where men throng, ib. 203;

    πλῆθεν.. ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν εἰλομένων· εἴλει δὲ.. Ἕκτωρ 8.215

    , cf. 1.409, 18.447, 21.295; πόλις δ' ἔμπλητο ἀλέντων ib. 607; ἐς ποταμὸν εἰλεῦντο they were forced into the river, ib.8; εἱλουμένης τῆς τροφῆς the nourishment being concentrated, Thphr.CP6.11.8;

    θῆρας ὁμοῦ εἰλεῦντα Od.11.573

    ; [λέων] ἰλλόμενός περ ὁμίλῳ hard- pressed, A.R.2.27;

    ἀπωθούμενον ὑπὸ τοῦ περιεστῶτος ἔξωθεν πνεύματος πάλιν ἐντὸς ὑπὸ τὸ δέρμα εἱλλόμενον κατερριζοῦτο Pl.Ti. 76b

    :—[voice] Pass., of crowds, swarm, jostle one another,

    ἐν ὀλίγῳ εἰλουμένους Plu.Crass.25

    ; of ants, Luc.Icar.19.
    C (found only in the forms εἰλέω ([etym.] εἱλ-) , ἴλλω) wind, turn round,

    σκολιήν τε καὶ οὐ μίαν ἀτραπὸν ἴλλων Nic.Th. 478

    ; ἀπὸ δὲ τῶ[ν πετρῶν] ἴλλει ἡ στεφάνη ἐπὶ τὸν λόφον GDIiv p.847 (iv B.C.);

    νῆα δ' ἔπειτα πέριξ εἴλει ῥόος A.R.2.571

    ; roll, γλῶσσαν dub.in Call.Iamb.1.144:— [voice] Pass., revolve, move to and fro,

    ἰλλομένων ἀρότρων S.Ant. 340

    (lyr.);

    οἱ ἀστέρες ἐν τῷ οὐρανῷ εἰλέονται Luc.Astr.29

    ; περὶ τὴν γῆν ἀεὶ εἱλεῖν ἰών, as etym. of ἥλιος ([etym.] ἀέλιος), Pl.Cra. 409a; εἰλέονται ἐπὶ τὸ ὑγιὲς σκέλος they pivot or swing round on the sound leg, Hp.Art.52, cf. Mochl.20; of a flame,

    περὶ δ' αὐτὸν εἰλεῖτο φλόξ Mosch.4.104

    ; κατ' αὐτὸν (sc. τὸν κισσὸν) ἕλιξ εἰλεῖται is twined round, Theoc.1.31;

    δαίμων ἐν μέσῳ τοῦ παντὸς εἱλουμένη Herm.

    ap. Stob.1.3.52; also of hair on the crown, to be whorled, Ruf.Onom.13.
    II roll up tight, [

    κῶας] εἴλει ἀφασσόμενος A.R.4.181

    ;

    τὴν μηλωτὴν εἱλήσας LXX 4 Ki. 2.8

    :—[voice] Pass., ἰλλομένοις ἐπὶ λαίφεσι furled, A.R.1.329.
    2 bind fast,

    δεσμοῖς ἰλλόμενος A.R.1.129

    , cf. 2.1249 ([voice] Pass.), cf. S.Fr. 158.
    III metaph. in [voice] Pass., ἐν ποσὶ εἱλεῖσθαι to be familiar, Hdt. 2.76;

    οἱ περὶ τὰς δίκας εἱλούμενοι Max.Tyr.28.3

    , cf. Alciphr.3.60,64.
    D It seems impossible to derive all the above uses from an orig. sense squeeze, though most of those under A and B, as well as C. II, might be so explained; but A seems to imply a root meaning bar, cf. ἀποϝηλέω, ἐγϝηληθίωντι, ϝήλημα (βήλημα), εἶλαρ, and C is to be compared with εἰλύω, Lat. volvo: some passages are doubtful in meaning, μή νυν περὶ σαυτὸν εἶλλε τὴν γνώμην ἀεί do not roll or wrap your thought round you, or do not confine your thought within you, Ar.Nu. 761; γῆν.. ἰλλομένην (v.l. εἱλλ-, εἰλλ-)

    τὴν περὶ τὸν διὰ παντὸς πόλον τεταμένον Pl.Ti. 40b

    was taken to mean revolving by Arist.Cael. 293b31 (cf.

    περὶ τὸ μέσον εἱλεῖσθαι Mete. 356a5

    ) but expld. (omitting τήν ) as packed tightly about.. by Procl.in Ti.3.136 D.; ἐν δὲ τῇ ταραχῇ (in the churning) εὐρυχωρίης γινομένης, εἰλέεται (sc. τὸ ὑγρόν) ἀποκεκριμένον καὶ θερμαίνει τὸ σῶμα perh. is squeezed out, Hp. Morb.4.51; πρὶν δὲ ταραχθῆναι οὐκ ἔχει ἐκχωρέειν τὸ πλεῖον τοῦ ὑγροῦ, ἀλλ' ἄνω καὶ κάτω εἰλέεται μεμιγμένον τῷ ἄλλῳ ὑγρῷ is driven up and down, ibid.:— νῆα κεραυνῷ Ζεὺς ἔλσας (

    ἐλάσας Zenod.

    ) ἐκέασσε prob. striking the ship.., Od.5.132, cf. 7.250 (only here in this sense).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἴλω

  • 18 τύχη

    τύχη [pron. full] [ῠ], , [dialect] Boeot. [full] τιούχα IG7.2809.1 (Hyettus, iii B. C.), [full] τούχα ib.3083 (Lebad., iii B. C.): (
    A

    τεύχω, τυγχάνω A. 1.2

    ):—the act of a god,

    τύχᾳ δαίμονος Pi.O.8.67

    ;

    ἄπαιδές ἐσμεν δαίμονός τινος τύχῃ E.Med. 671

    ;

    τύχᾳ θεῶν Pi.P.8.53

    ; σὺν θεοῦ τύχᾳ, σὺν Χαρίτων τύχᾳ, Id.N.6.24, 4.7;

    θείῃ τύχῃ Hdt.1.126

    , 3.139, 4.8, 5.92.

    γ; ἐὰν θεία τις συμβῇ τ. Pl.R. 592a

    ;

    θείᾳ τινὶ τύχῃ Id.Ep. 327e

    ;

    ἐκ θείας τύχης S.Ph. 1326

    ;

    δαιμονίως ἔκ τινος τ. Pl.Ti. 25e

    ;

    πῶς οὖν μάχωμα θνητὸς ὢν θείᾳ τύχῃ; S.Fr. 196

    ; ἆρα θείᾳ κἀπόνῳ τάλας τύχῃ [ὄλωλε]; Id.OC 1585;

    ἐμὲ.. δαιμονία τις τύχη κατέχει Pl.Hp.Ma. 304c

    :

    ἄσημα δ' ου'κέτ' ε'στὶν οἷ φθίνει τύχα Κύπριδος E.Hipp. 371

    (lyr.);

    ἐξεπλήσσου τῇ τ. τῇ τῶν θεῶν Id.IA 351

    (troch.);

    δαίμονος τύχα βαρεῖα Id.Rh. 728

    (lyr.);

    τὰς.. δαιμόνων τ. ὅστις φέρει κάλλιστα Id.Fr.37

    .
    b the act of a human being, πέμψον τιν' ὅστις σημανεῖ—ποίας τύχας; will order—what action? Id.IT 1209 (troch.).
    2 esp. ἀναγκαία τύχη, as a paraphrase for Ἀνάγκη, Necessity, Fate,

    τέθνηκ' Ὀρέστης ἐξ ἀναγκαίας τύχης S.El. 48

    ;

    τῆς ἀ. τ. οὐκ ἔστιν οὐδὲν μεῖζον ἀνθρώποις κακόν Id.Aj. 485

    ; πρόστητ' ἀ. τ. ib. 803;

    εἴ τις ἀ. τ. γίγνοιτο Pl.Lg. 806a

    : also pl.,

    ἀλλ' ἥκομεν γὰρ εἰς ἀναγκαίας τύχας θυγατρὸς αἱματηρὸν ἐκπρᾶξαι φόνον E. IA 511

    .
    II regarded as an agent or cause beyond human control:
    1 fortune, providence, fate,

    πάντα τύχη καὶ μοῖρα, Περίκλεες, ἀνδρὶ δίδωσι Archil.16

    ;

    ἡμῖν ἐκ πάντων τοῦτ' ἀπένειμε τύχη Simon.100

    ;

    πύργοις δ' ἀπειλεῖ δείν', ἃ μὴ κραίνοι τύχη A.Th. 426

    ;

    ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ Pi.O.14.15

    ;

    μετὰ τύχης ευ'μενοῦς Pl.Lg. 813a

    ;

    κατελθὼν δεῦρο πρευμενεῖ τύχῃ A.Ag. 1647

    ;

    ὁρμώμενον βροτοῖσιν εὐπόμπῳ τύχῃ Id.Eu.93

    : personified,

    Σώτειρα Τύχα Pi.O.12.2

    ;

    Τ. Σωτήρ A. Ag. 664

    , cf. S.OT80; ἐμαυτὸν παῖδα τῆς Τ. νέμων τῆς εὖ διδούσης ib. 1080; <

    Τύχα>.. Προμαθείας θυγάτηρ Alcm.62

    , cf. Pi.Fr.41, D.Chr. 63.7;

    πάντων τύραννος ἡ Τύχη 'στὶ τῶν θεῶν Trag.Adesp.506

    , cf. 505;

    Τύχα, μερόπων ἀρχά τε καὶ τέρμα.. προφερεστάτα θεῶν Lyr.Adesp.139

    .
    2 chance, regarded as an impersonal cause,

    τύχη φορὰ ἐξ ἀδήλου εἰς ἄδηλον, καὶ ἡ ἐκ τοῦ αὐτομάτου αἰτία δαιμονίας πράξεως Pl.Def. 411b

    ; coupled with τὸ αὐτόματον, Arist.Ph. 195b31, al.; defined as

    αἰτία ἄδηλος ἀνθρωπίνῳ λογισμῷ Stoic.2.281

    ;

    πειρῶ τύχης ἄνοιαν ἀνδρείως φέρειν Men.812

    ;

    τὰ τῆς τύχης φέρειν δεῖ γνησίως τὸν εὐγενῆ Antiph.281

    , cf. Apollod.Com.17, Alex.252, Men. 205;

    οὐκ ἔχουσιν αἱ τ. φρένας Alex.287

    ;

    τῆς ἀναγκαίας μέν, ἀγνώμονος δὲ τ. οὐχ ὡς δίκαιον ἦν, ἀλλ' ὡς ἐβούλετο, κρινάσης τὸν ἀγῶνα D.Ep.2.5

    ; personified and said to be blind, Men.417b, Kon.14, Plu. 2.98a;

    τί δ' ἂν φοβοῖτ' ἄνθρωπος, ᾧ τὰ τῆς τ. κρατεῖ, πρόνοια δ' ἐστὶν οὐδενὸς σαφής; S.OT 977

    ; ἂν μὲν ἡ τ. συνεπιλαμβάνηται.., ἂν δ' ἀντιπίπτῃ τὰ τῆς τ., Plb.2.49.7,8;

    ἡ Τ. σχεδὸν ἅπαντα τὰ τῆς οἰκουμένης πράγματα πρὸς ἓν ἔκλινε μέρος Id.1.4.1

    , cf. 1.63.9, 2.38.5, 36.17.1;

    τῆς Τ. ὥσπερ ἐπίτηδες ἀναβιβαζούσης ἐπὶ σκηνὴν τὴν τῶν Ῥοδίων ἄγνοιαν Id.29.19.2

    , cf. 23.10.16, Dem.Phal.39J.; οὐκ ἂν ἐν τύχῃ γίγνεσθαι σφίσι would not depend on chance, Th.4.73;

    ὁ πόλεμος φιλεῖ ἐς τύχας περιίστασθαι Id.1.78

    , cf. 69; τύχῃ by chance, S.Ant. 1182, Ph. 546, Th.1.144, etc.; opp. φύσει, Pl.Prt. 323d; ἀπὸ τύχης, opp. ἀπὸ παρασκευῆς, Lys.21.10; opp. ἀπὸ φύσεως, Arist. Metaph. 1032a29;

    ἀπὸ τ. ἀπροσδοκήτου Pl.Lg. 920d

    ;

    ἐκ τύχης Id.Phdr. 265c

    , R. 499b, etc.;

    διὰ τύχην Isoc.4.132

    , 9.45;

    δίκαιος οὐδεὶς ἀπὸ τύχης οὐδὲ διὰ τὴν τ. Arist.Pol. 1323b29

    ;

    κατὰ τύχην Th.3.49

    , X.HG3.4.13;

    τῆς τ. εὖ μετεστεώσης Hdt.1.118

    ;

    τὸ τῆς τ. ἀφανές E.Alc. 785

    , cf. D.4.45.
    III regarded as a result:
    1 good fortune, success,

    δὸς ἄμμι τ. εὐδαιμονίην τε h.Hom.11.5

    ;

    μοῦνον ἀνδρὶ γένοιτο τ. Thgn.130

    ;

    τ. μόνον προσείη Ar.Av. 1315

    (lyr.);

    εἴ οἱ τ. ἐπίσποιτο Hdt.7.10

    .δ, cf. 1.32; σὲ γὰρ θεοὶ ἐπορῶσι· οὐ γὰρ ἄν.. ἐς τοσοῦτο τύχης ἀπίκευ ib. 124;

    ἐπειδήπερ ἐν τούτῳ τύχης εἰσί Th.7.33

    ;

    σὺν τύχᾳ Pi.N.5.48

    , cf. S.Ph. 775; σὺν τ. τινί A Ch.138, cf. Th.472;

    τύχᾳ Pi.N.10.25

    , E.El. 594 (lyr.); οὐ πεποιθότες τύχῃ not believing in our good fortune, A.Ag. 668; γλῶσσαν ἐν τύχᾳ νέμων ib. 685 (lyr.); σοφῶν γὰρ ἀνδρῶν ταῦτα, μὴ 'κβάντας τύχης, καιρὸν λαβόντας, ἡδονὰς ἄλλας λαβεῖν without stepping out of success already attained, E.IT 907;

    τὰς γὰρ παρούσας οὐχὶ σῴζοντες τ. ὤλοντ' ἐρῶντες μειζόνων ἀβουλίᾳ Id.Fr. 1077

    : c. gen. rei,

    Ζεῦ τέλει', αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν τερπνῶν γλυκεῖαν Pi.O.13.115

    .
    2 ill fortune,

    τὰς ἐκ θεῶν τύχας δοθείσας.. φέρειν S.Ph. 1317

    ; κατὰ τύχας in misfortune, opp.κατὰ.. εὐπραγίας, Pl.Lg. 732c;

    τοιαύτῃσι περιέπιπτον τύχῃσι Hdt. 6.16

    ; τύχῃ by ill-luck, opp. ἀδικίᾳ, Antipho 6.1; opp. προνοίᾳ, Id.5.6; ἔστιν ἡ τ. τοῦ ἄρξαντος the ill-luck is his who began the fray, Id.4.4.8; of death, ἢν χρήσωνται τύχῃ, i. e. if they are killed, E.Heracl. 714, cf. And.1.120, X.Cyn.5.29;

    δεχομένοις λέγεις θανεῖν σε, τὴν τ. δ' αἱρούμεθα A.Ag. 1653

    ;

    τ. ἑλεῖν Id.Supp. 380

    , cf. Pr. 106, 274, 290 (anap.);

    ὦ τῆς ἀώρου θύγατερ ἀθλία τύχης E.Hec. 425

    : personified, εἰ μὴ τὴν Τ. αὐτὴν λέγεις *misfortune herself, ib. 786.
    3 in a neutral sense, mostly in pl. 'fortunes',

    ποίαις ὁμιλήσει τύχαις Pi. N.1.61

    ;

    πρὸς τὸ παρὸν ἀεὶ βουλεύεσθαι καὶ ταῖς τ. ἐπακολουθεῖν Isoc.6.34

    ; τὴν ἐλπίδ' οὐ χρὴ τῆς τ. κρίνειν πάρος the event, S.Tr. 724;

    ἐπὶ τῇσι παρεούσῃσι τύχῃσι Hdt.7.236

    ;

    ἐγὼ δὲ τὴν παροῦσαν ἀντλήσω τ. A.Pr. 377

    ;

    φέρειν ἀνάγκη τὰς παρεστώσας τ. E.Or. 1024

    : c. gen. rei,

    κοινὰς εἶναι τὰς τ. τοῖς ἅπασι καὶ τῶν κακῶν καὶ τῶν ἀγαθῶν Lys.24

    . 22.
    4 the quality of the fortune or fate may be indicated by an Adj., ἀγαθὴ τ. or ἡ ἀγαθὴ τ., A.Ag. 755 (lyr.), Ar. Pax 360, D.Ep.4.3, etc.;

    πολλῇ χρῷτ' ἂν ἀγαθῇ τ. Pl.Lg. 640d

    ; freq. in prayers and good wishes,

    εὐχώμεσθα Διὶ.. θεσμοῖς τοῖσδε τ. ἀγαθὴν καὶ κῦδος ὀπάσσαι Sol.[31]

    ; θεὸς τ. ἀγαθάν (sc. δότω) GDI1930, al. (Delph., ii B. C.): in nom.,

    θεός, τύχα ἀγαθά IG42(1).47.1

    , 121.1 (Epid., iv B.C.), 73.1 (ibid., iii B.C.): freq. in dat., ἀγαθῇ τύχῃ by God's help, Lat. quod di bene vortant, ἀγαθᾷ τύχᾳ ib.103.119 (ibid., iv B. C.);

    ἀλλ' ἴωμεν ἀγαθῇ τ. Pl.Lg. 625c

    ;

    ταῦτα ποιεῖτ' ἀγ. τ. D.3.18

    ;

    τύχῃ ἀγαθῇ And. 1.120

    , Pl.Smp. 177e, Cri. 43d, etc.; in Com. with crasis,

    ἡγοῦ δὴ σὺ νῷν τύχἀγαθῇ Ar.Av. 675

    , cf. 436, Ec. 131, Nicostr.Com.19; as a formula in treaties, decrees, etc., Αάχης εἶπε, τύχῃ ἀγαθῇ τῇ Ἀθηναίων ποιεῖσθαι τὴν ἐκεχειρίαν Decr. ap. Th.4.118, etc.;

    ἀγ. τ. τῇ Ἀθηναίων IG12.39.40

    ; also

    ἐπ' ἀγαθῇ τ. Ar.V. 869

    , cf. Pl.Lg. 757e; μετ' ἀγαθῆς τ. ib. 732d; τύχῃ ἀμείνονι, ἐπ' ἀμείνοσι τύχαις, ib. 856e, 878a; also

    τύχᾳ σὺν ἔσλᾳ Sapph.Supp.9.4

    ;

    ἐπὶ τύχῃσι χρηστῇσι Hdt.1.119

    : with κακός or equivalent words,

    τ. παλίγκοτος A.Ag. 571

    ;

    ἡ δέ τοι τ. κακὴ μὲν αὕτη γ' ἀλλὰ συγγνώμην ἔχει S.Tr. 328

    ;

    ἐν τοιᾷδε κείμενος κακῇ τ. Id.Aj. 323

    ;

    τίς τῆσδ' ἔτ' ἐχθίων τύχη; A. Pers. 438

    ;

    πρὶν αἰσχρᾷ περιπεσεῖν τύχῃ τινί E.Hec. 498

    ;

    ὅταν τις ἡμῶν δυστυχῆ λάβῃ τ. Id.Tr. 471

    , cf. Th.5.102;

    ἀλιτηριώδης τ. Pl. Lg. 881e

    ;

    ποινὴν καὶ κακὴν τ. S.E.M.5.16

    .
    5 with gen. (or possess. Adj.) of the person who enjoys or endures the fortune or fate,

    τῶν ἐν Θερμοπύλαις θανόντων εὐκλεὴς μὲν ἁ τύχα, καλὸς δ' ὁ πότμος Simon.4.2

    ;

    θεῶν δ' ὄπιν ἄφθιτον αἰτέω, Εέναρκες, ὑμετέραις τύχαις Pi.P.8.72

    ;

    ὤμοι βαρείας ἆρα τῆς ἐμῆς τ. S.Aj. 980

    ;

    κατεδάκρυσε τὴν ἑαυτοῦ τ. X.Cyr.5.4.31

    ;

    ἐπὶ τῇ τῶν Ἀρκάδων τ. ἥσθησαν Id.HG7.1.32

    ;

    πρὸς τὰς τ. τῶν ἐναντίων ἐπαίρεσθαι Th.6.11

    ;

    τῆς ὑμετέρας τ. D.1.1

    ;

    τὴν ἰδίαν τ. τὴν ἐμὴν καὶ τὴν ἑνὸς ἡμῶν ἑκάστου Id.18.255

    .
    IV the τ. or ἀγαθὴ τ. of a person or city is sts. thought of as permanently belonging to him or it, as a faculty for good fortune, destiny, almost = δαίμων 1.2, 11.3,

    τὸν δαίμονα καὶ τὴν τ. τὴν συμπαρακολουθοῦσαν τῷ ἀνθρώπῳ φυλάξασθαι Aeschin.3.157

    ;

    ἐπισφαλές ἐστι πιστεύειν ἀνδρὸς ἑνὸς τύχῃ τηλικαῦτα πράγματα Plu.Fab.26

    ;

    νὴ τὴν σὴν τ. Arr.Epict.2.20.29

    : personified,

    θύειν Τύχῃ Ἀγαθῇ πατρὸς καὶ μητρὸς Ποσειδωνίου κριόν SIG1044.34

    (Halic., iv/iii B. C.); a statue of the Τύχη of the City of Antioch executed by Eutychides, Paus.6.2.7: so of rulers,

    ἀγαθῇ τύχῃ τῇ Πτολεμαίου τοῦ Σωτῆρος OGI16

    (Halic., iii B.C.);

    διὰ τὴν τ. τοῦ θεοῦ καὶ κυρίου βασιλέως BGU1764.8

    (i B. C.);

    νὴ τὴν Καίσαρος τ. Arr. Epict.4.1.14

    ;

    ὀμνύω τὴν.. Σεβαστοῦ τ. Sammelb.7440.19

    (ii A. D.), cf. BGU1583.23 (ii A. D.); of officials, e.g. the

    ἐπιστράτηγος, ἐάν σου τῇ εὐμενεστάτῃ τύχῃ δόξῃ Sammelb.7361.21

    (iii A. D.).
    2 = Lat. Fortuna; Τ. Σωτήριος, = Fortuna Redux, Mon.Anc.Gr.6.7; Τ. Πρωτογένεια, = F. Primigenia, SIG1133 (Delos, ii B. C.).
    3 position, station in life,

    ἐγὼ μὲν δὴ τοιαύτῃ συμβεβίωκα τύχῃ.., σὺ δ' ὁ σεμνὸς.. σκόπει.. ποίᾳ τινὶ κέχρησαι τύχῃ.. τὸ μέλαν τρίβων κτλ. D.18.258

    ;

    πάσῃ τ. καὶ ἡλικίᾳ BCH15.184

    , 198,204 ([place name] Panamara);

    οἰκέτης τὴν τ. Ael.NA7.48

    ;

    ἀμφίβολόν ἐστι πότερον ἡλικίας τοὔνομα ἢ τύχης Poll.3.76

    ;

    οἱ δουλικὴν τ. εἰληχότες POxy.1186.5

    (iv A. D.), cf. 1101.7,11,21,24 (iv A. D.), etc.; rank,

    βουλευτικὴ τ. PLond.3.1015.1

    ,4 (vi A. D.), cf. Cod.Just. 1.3.52.1, 4.20.15.1, 9.5.2.
    V Astrol. uses:
    1 = Σελήνη, Vett. Val.126.15; ἀγαθὴ τ. the κλῆρος of the moon, Cat.Cod.Astr.4.81.
    2 ἀγαθὴ and κακὴ τ. names of two of the twelve regions, Vett. Val.69.13,14.
    VI Pythag. name for 7, Theol.Ar.44.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τύχη

См. также в других словарях:

  • ευμετάφορος — εὐμετάφορος, ον (ΑΜ) αυτός που μετακινείται, που μεταφέρεται εύκολα και γρήγορα, αυτός που φέρεται από το ένα μέρος στο άλλο με ευκολία, ταχύς, ευκίνητος («ὀφθαλμοὶ εὐμετάφοροι πρὸς ἑκάτερα», Ε. Μ.) μσν. (για ψυχικές καταστάσεις) ευμετάβολος,… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»